Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 11, 2015

Η 11 Σεπτέμβρη στη Χιλή 1973: Η “Λαϊκή Ενότητα” και τα τραγικά αδιέξοδα του ρεφορμισμού




Στις 4 Σεπτέμβρη του 1970, ο Σαλβαντόρ Αλιέντε, υποψήφιος της Λαϊκής Ενότητας, ήρθε πρώτος στις προεδρικές εκλογές στην Χιλή, με μικρή διαφορά από τον Αλεσάντρι τον υποψήφιο της Δεξιάς (υπήρχε κι ένας τρίτος δεξιός υποψήφιος, του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος). Ήταν η πρώτη αριστερή κυβέρνηση που εκλεγόταν στην Λατινική Αμερική.

Ούτε ο Αλιέντε ούτε η Λαϊκή Ενότητα ήταν «καινούργιοι» στην πολιτική σκηνή. Επίσημα η Λαϊκή Ενότητα είχε συγκροτηθεί το 1969 σαν συμμαχία βασικά ανάμεσα στο Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (μαζί με μικρότερες αριστερές οργανώσεις) με στόχο τη συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές. Η ίδια κατά βάση συμμαχία με διαφορετική ονομασία είχε κατεβάσει τον Αλιέντε υποψήφιο στις εκλογές του 1958 και του 1964.

Στην προεκλογική εκστρατεία του 1970 ο Αλιέντε δεν είπε κάτι τρομερά διαφορετικό από τις προηγούμενες. Αυτό που είχε αλλάξει ήταν η κλιμάκωση των αγώνων και η στροφή προς τα αριστερά πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και των φτωχών στις πόλεις και την ύπαιθρο.

Το 1968-69 είχε ξεσπάσει ένα γενικευμένο κίνημα υπέρ της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το οποίο κορυφώθηκε με μια πανεθνική πορεία στην πρωτεύουσα Σαντιάγο, από όλες τις πόλεις. Το 1969 έγιναν 1.939 απεργίες με 230.725 απεργούς και το 1970 οι αντίστοιχοι αριθμοί εκτινάχθηκαν σε 5.295 και 316.280. Αυτοί οι αγώνες έδωσαν αέρα στα πανιά της Λαϊκής Ενότητας.

Τα διεθνή ΜΜΕ υποδέχτηκαν τη νίκη της Λαϊκής Ενότητας με αφιερώματα στον «πρώτο μαρξιστή πρόεδρο» στη Χιλή. Ωστόσο το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας ήταν από κάθε άποψη μετριοπαθές. Ήταν ένα κεϋνσιανό πρόγραμμα «αναθέρμανσης» της οικονομίας μέσω κρατικών παρεμβάσεων. Περιλάμβανε εθνικοποιήσεις, όπως 150 μεγάλων επιχειρήσεων που πραγματοποιούσαν ένα μεγάλο τμήμα της εθνικής παραγωγής.

Το πιο  σημαντικό βήμα στην υλοποίηση αυτού του προγράμματος ήταν η εθνικοποίηση των εταιρειών εξόρυξης χαλκού –το βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας- που έλεγχαν σε μεγάλο μέρος αμερικάνικες πολυεθνικές. Και στους πρώτους μήνες της νέας κυβέρνησης οι μισθοί αυξήθηκαν αισθητά και η ανεργία μειώθηκε.


Η πιο σοβαρή απόδειξη για τη μετριοπάθεια και τον «ρεαλισμό» της Λαϊκής Ενότητας ήταν η πίστη της στη «συνέχεια του κράτους» και οι εγγυήσεις που έδωσε σε αυτή την κατεύθυνση από πολύ νωρίς. Η εκλογή του Αλιέντε έπρεπε να εγκριθεί από το Κογκρέσο πριν αναλάβει τα προεδρικά του καθήκοντα. Κι επειδή εκεί ακόμα την πλειοψηφία την είχαν αστικά κόμματα, τον Νοέμβρη του 1970 ο Αλιέντε έσπευσε να υπογράψει μαζί τους ένα Σύμφωνο Εγγυήσεων που μάλιστα έμεινε κρυφό μέχρι το 1972.

Με αυτό το Σύμφωνο η Λαϊκή Ενότητα υποσχόταν ότι θα σεβόταν το κράτος και τις δομές του κι ότι θα άφηνε άθικτους όλους τους μηχανισμούς που είχε δημιουργήσει η αστική τάξη για να υπερασπίζει τα ταξικά συμφέροντά της. Συγκεκριμένα δεν θα άγγιζε το εκπαιδευτικό σύστημα, την Εκκλησία, τα ΜΜΕ –στο όνομα της ελευθερίας του τύπου– και τις ένοπλες δυνάμεις –μιας κι αυτές ήταν «όλου του έθνους» και «υπεράνω της πολιτικής».

Ο Αλιέντε στις ομιλίες και τα άρθρα του μιλούσε για «λαϊκή εξουσία». Διανοούμενοι και στελέχη της Λαϊκής Ενότητας υποστήριζαν ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης είναι το πρώτο βήμα στο πέρασμα όλης της εξουσίας στους εργαζόμενους. Είναι σαν να παίρνουμε ένα δωμάτιο σε ένα σπίτι ο ιδιοκτήτης του οποίου μας μισεί. Σιγά-σιγά θα πάρουμε και τα υπόλοιπα και θα χτίσουμε καινούργια δίπλα στα παλιά, λέγανε. Στην πραγματικότητα ήταν η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας που έγινε αιχμάλωτη του αστικού κράτους.

Το άλλο επιχείρημα που πρόβαλε η ηγεσία της Λαϊκής Ενότητας για τη μετριοπάθεια της ήταν η ανάγκη να κερδηθεί ο λεγόμενος «μεσαίος χώρος». Οι συμβιβασμοί θα εξουδετέρωναν πολιτικά τη δεξιά και η δημαγωγία της δεν θα είχε απήχηση στα μεσαία στρώματα και τους «συντηρητικούς πολίτες». Αυτή η λογική έμπαζε από όλες τις πλευρές.

Τα κόμματα της δεξιάς είχαν ήδη μπει σε τροχιά πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης πριν την εκλογική νίκη της Αριστεράς. Οι συμβιβασμοί, όπως το Σύμφωνο Εγγυήσεων, ή οι συστηματικές επιθέσεις της Λαϊκής Ενότητας στους «τυχοδιώκτες αριστεριστές προβοκάτορες» τους έδιναν χώρο να ανασυνταχτούν.

Οι πρώτες απόπειρες σε αυτή την κατεύθυνση δεν ήταν πετυχημένες. Η έκφραση «διαδηλώσεις της κατσαρόλας» προέρχεται από τη Χιλή εκείνης της εποχής. Τον Νοέμβρη του 1971 ο Φιντέλ Κάστρο επισκέφτηκε την Χιλή. Η δεξιά οργάνωσε διαδηλώσεις ενάντια στην ακρίβεια που υποτίθεται έφερνε η «μαρξιστική κυβέρνηση» με τις κοινωνικές παροχές της. Οι κυρίες της «καλής κοινωνίας» βγήκαν στο δρόμο χτυπώντας τηγάνια και κατσαρόλες. Για την ακρίβεια, βάζανε τις «υπηρέτριές» τους να το κάνουν. Τα ΜΜΕ έδωσαν μεγάλη κάλυψη, αλλά επί της ουσίας η κινητοποίηση ήταν αποτυχία.


Οι βιομήχανοι δεν έμειναν άπραγοι το 1971. Φυγάδευσαν όσα περισσότερα κεφάλαια μπορούσαν στο εξωτερικό και σταμάτησαν τις επενδύσεις –σε πολλές περιπτώσεις το μόνο που κρατούσε ανοιχτά τα εργοστάσια ήταν οι κρατικές ενισχύσεις.

Ανάμεσα στο Γενάρη και το Δεκέμβρη του 1971 ο αριθμός των απεργιών έφτασε τις 1.758, ενώ επίσης είχαν πραγματοποιηθεί και 1.278 καταλήψεις γης. Οι εργάτες έπαιρναν φόρα για να πάνε πολύ μακρύτερα από κει που έβαζε το όριο η κυβέρνησή τους.

Ένα πρώτο σημάδι για αυτό ήταν το συνέδριο του συνδικάτου κλωστοϋφαντουργίας. Απέρριψε την πρόταση της κυβέρνησης για καθιέρωση της «συμμετοχής στη διοίκηση των επιχειρήσεων» και υιοθέτησε το αίτημα της επιβολής του εργατικού ελέγχου.

Οι αποφάσεις των συνδικαλιστικών συνεδρίων εύκολα μένουν στα χαρτιά. Όμως, οι εργάτες δεν σταματούσαν στα λόγια. Στις αρχές του 1972 άρχισαν να οργανώνουν δικά τους όργανα αγώνα, που είχαν την προοπτική να γίνουν μια δεύτερη εξουσία απέναντι στον παλιό κρατικό μηχανισμό και τα αφεντικά. Αυτή η νέα μορφή οργάνωσης ονομάστηκε «βιομηχανική ζώνη» –cordon industrial.

Το πρώτο «κορντόν» εμφανίστηκε στην βιομηχανική ζώνη του Σερίγιος κοντά στην πρωτεύουσα Σαντιάγκο. Το οργάνωσαν αντιπρόσωποι από εργοστάσια που απεργούσαν. Συντονίστηκαν με τις επιτροπές των ακτημόνων εργατών γης που αγωνίζονταν για να δημευτούν οι εκτάσεις των μεγάλων γαιοκτημόνων. Οι θέσεις του για εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και για αντικατάσταση του κοινοβουλίου από μια συνέλευση εργατών αντιπροσώπων, πήγαιναν πολύ πιο μακριά απ’ ό,τι είχαν συζητήσει μέχρι τότε τα πολιτικά κόμματα της αριστεράς.

Κι οι εργάτες που έκαναν αυτά τα βήματα, κατά κανόνα δεν ανήκαν στις οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς. Ήταν είτε ανένταχτοι είτε μέλη της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, δηλαδή του κόμματος του Αλιέντε.


Τον Οκτώβρη του 1972 η άρχουσα τάξη χρησιμοποίησε την οικονομική της ισχύ για να τσακίσει το κίνημα και να ρίξει την κυβέρνηση. Οι ιδιοκτήτες φορτηγών κατέβηκαν σε απεργία με σκοπό να παραλύσουν τις μεταφορές. Τους ακολούθησαν οι επαγγελματικές ενώσεις γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, και στη συνέχεια οι βιομήχανοι και οι έμποροι που άρχισαν να κλείνουν εργοστάσια, μαγαζιά, σούπερ μάρκετ.

Την απάντηση την έδωσαν τα cordones industriales. Οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια, επιτάξανε φορτηγά και αυτοκίνητα, άνοιξαν μαγαζιά και σούπερ-μάρκετ. Δίπλα στα cordones αναπτύχθηκε μια πληθώρα επιτροπών στις φτωχογειτονιές, που πολλές φορές συντονίζονταν στα comandos communales.

Οι ιατρικοί σύλλογοι συμμετείχαν στην απεργία των αφεντικών. Όμως, τα νοσοκομεία έμειναν ανοιχτά από κοινές επιτροπές νοσοκομειακών γιατρών, νοσηλευτών και διοικητικού προσωπικού. Τα περισσότερα ΜΜΕ ήταν φερέφωνα των αφεντικών και διέδιδαν τα ψέματά τους. Πολλά, ραδιόφωνα και εφημερίδες, καταλήφτηκαν από δημοσιογράφους και άλλους εργαζόμενους. Η κυβέρνηση σεβόταν την ελευθερία των βαρόνων των ΜΜΕ, οι εργάτες επέβαλαν την πραγματική δημοκρατία και ελεύθερη ενημέρωση.

Η αντίδραση της κυβέρνησης αρχικά ήταν η παράλυση. Μετά οι προσπάθειες για μια «κοινά αποδεκτή λύση». Κατόπιν οι εκκλήσεις για πειθαρχία στις εντολές των ηγεσιών. Και τέλος, στα μέσα Νοέμβρη, το μπάσιμο τριών στρατηγών στην κυβέρνηση. Υποτίθεται ότι ο στρατός θα αποκαθιστούσε το «κράτος του νόμου» που απειλούσαν οι ακροδεξιές συμμορίες. Αυτό που έγινε ήταν ότι ο στρατός στράφηκε ενάντια στις μαζικές οργανώσεις του κινήματος.


Μετά από κάθε πολιτική κρίση που προκαλούσαν οι μηχανορραφίες της άρχουσας τάξης η απάντηση της Λαϊκής Ενότητας ήταν κινήσεις «κατευνασμού». Τον Γενάρη του 1973 ο Ορλάντο Μίλας, στέλεχος του ΚΚ και υπουργός Προϋπολογισμού δημοσίευσε σχέδιο που περιλάμβανε την επιστροφή 123 επιχειρήσεων που είχαν καταλάβει οι εργάτες στη διάρκεια του λοκ-αουτ στους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Η οργισμένη κινητοποίηση των εργατών απέτρεψε αυτό το συγκεκριμένο βήμα. Όμως, ακολούθησαν κι άλλα, παρόλο που στις βουλευτικές εκλογές του Μάρτη τα κόμματα της δεξιάς ηττήθηκαν.

Τον Ιούνη του 1973 έγινε απόπειρα πραξικοπήματος, από έναν αξιωματικό των τανκς στο Σαντιάγκο. Τα κορντόνες έκαναν μια εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης, οι αριστερές οργανώσεις κάλεσαν τα μέλη τους να οργανώσουν την αυτοάμυνα, και ο Αλιέντε φωτογραφήθηκε να κάνει σκοποβολή με ένα πιστόλι.

Όμως, την ίδια στιγμή ξεκίνησε συνομιλίες με το Γενικό Επιτελείο, και στις 4 Ιούλη κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τον στρατό να αναλαμβάνει εξουσίες, όπως την εφαρμογή του «νόμου περί όπλων». Κι έτσι ο στρατός και η αστυνομία άρχισαν να οργανώνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ενάντια στα cordones και στις άλλες μαζικές οργανώσεις για να κατασχέσουν όπλα στα εργοστάσια και στις φτωχογειτονιές. Κάθε φορά που ο στρατιωτικός νόμος κηρύσσονταν σε μια περιφέρεια το διάταγμα είχε την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δηλαδή του Αλιέντε.

Το πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στις 11 Σεπτέμβρη του 1973 προετοιμάστηκε μεθοδικά, με την ενθάρρυνση και την στήριξη της CIA, την πολιτική και οικονομική στήριξη όλης της άρχουσας τάξης. Όμως, η πολιτική της Λαϊκής Ενότητας και του Αλιέντε είχε αφοπλίσει πολιτικά και οργανωτικά το κίνημα, πριν το πνίξουν στο αίμα οι χασάπηδες της χούντας. 

Τόσο στο εσωτερικό της Λαϊκής Ενότητας όσο κι έξω από αυτήν υπήρχαν ισχυρά αριστερά ρεύματα που δήλωναν ότι ο αγώνας έπρεπε να πάει πολύ πιο πέρα από κει που ήθελαν οι «επίσημες» ηγεσίες της Αριστεράς. Η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος είχε ισχυρή παρουσία στην ηγεσία των cordones. Το MIR, το Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς, που ήταν έξω από την Λαϊκή Ενότητα, είχε πολλές φορές την ηγεσία στους αγώνες στις παραγκουπόλεις και στα πανεπιστήμια.

Όμως, δεν κατάφεραν να διατυπώσουν μια εναλλακτική στρατηγική απέναντι σε εκείνη της Λαϊκής Ενότητας. Έκαναν κριτική στους συμβιβασμούς της κυβέρνησης με την ελπίδα ότι η πίεση του κινήματος θα την έσπρωχνε να γίνει επαναστατική.

Η αστική τάξη ξεπλήρωσε με αίμα και τρόμο την τρομάρα που της είχε δώσει ένα ριζοσπαστικό, μαχητικό εργατικό κίνημα. Είχε στη διάθεσή της το κράτος της, την οικονομική ισχύ και τις διεθνείς διασυνδέσεις της. Η Αριστερά είχε τις αυταπάτες ότι αυτό το κράτος μπορεί να γίνει δικό μας κομμάτι-κομμάτι. Η τραγωδία της Λαϊκής Ενότητας ήταν η τραγωδία του κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: