Ο Μαραντόνα, άσπρη μπλούζα, γαλάζια φόρμα, κάνει τον σταυρό του και ανεβαίνει τα σκαλιά που τον βγάζουν στο γήπεδο όπου αντικρίζει το φως. Δεκάδες φωτογράφοι μπροστά του, αλλά ένας, ο Λουτσιάνο Φεράρα, έχει την λαμπρή ιδέα να τον φωτογραφίσει πλάτη: αυτή η πλάτη, αυτά τα μαλλιά, αυτό το σουλούπι που αναγνωρίζονται τόσο εύκολα και χωρίς το 10 στη φανέλα.
Οι 70.000 τυχεροί Ναπολιτάνοι που βρέθηκαν στο Σάο Πάολο – και πλήρωσαν εισιτήριο γι΄αυτό – θα το θυμούνται για πάντα. Τα επόμενα χρόνια οι ίδιοι ή κάποιοι εξίσου τυχεροί συμπολίτες τους θα δουν με τα ίδια τους τα μάτια χτυπήματα φάουλ που θα έκαναν τον Πλατινί να πρασινίσει από τη ζήλεια του, δυο απλά μαθήματα αλγεβρικής γεωμετρίας σε ένα μόνο ματς με τη Λάτσιο, γκολ με κεφαλιά από τα 25 μέτρα, κι άλλα γκολ με κεφαλιά, ένα πρωτάθλημα μετά από 61 χρόνια, κι ακόμη ένα, ένα κύπελλο UEFA. Όταν ο Ντιέγκο της χάρισε το πρώτο της πρωτάθλημα, έξω από τα νεκροταφεία κρεμάστηκαν πανό που έγραφαν: «Δεν ξέρετε τι χάσατε».
Μερικά χιλιόμετρα βορειοανατολικά από τη Νάπολη, βρίσκεται η Ατσέρα, μια μικρή πόλη 40.000 κατοίκων. Τον χειμώνα του 1984 ένας απελπισμένος ντόπιος πατέρας που έβλεπε πως τα λεφτά του δεν έφταναν για να μεταφερθεί ο άρρωστος γιος του στη Γαλλία, για να υποβληθεί σε επέμβαση, ζήτησε τη βοήθεια του Πιέτρο Πουζόνε, ενός 21χρονου ποδοσφαιριστή που είχε καταγωγή από την Ατσέρα και εκείνη την εποχή έπαιζε στη Νάπολι. Ο Πουζόνε συζήτησε το θέμα με τους συμπαίκτες του και ζήτησε από τη διοίκηση άδεια για να διεξαχθεί στην Ατσέρα ένα φιλικό, με αντίπαλο την τοπική ερασιτεχνική ομάδα, τα έσοδα του οποίου θα ενίσχυαν την οικογένεια του μικρού παιδιού. Σύμφωνα με τον Πουζόνε ο πρόεδρος της ομάδας, Κοράντο Φερλαΐνο, είχε αρνητική στάση, φοβούμενος για τη σωματική ακεραιότητα των παικτών και ειδικότερα του Μαραντόνα, που λίγους μήνες πριν είχε γίνει η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Ο Ντιεγκίτο όμως είχε πάρει εξ αρχής τη δική του απόφαση: “Θα πάμε να παίξουμε”. Και κάπως έτσι, η Ατσέρα απέκτησε μια όμορφη ιστορία για να διηγείται στις επόμενες γενιές.
Η Νάπολι κατέφθασε στο μικρό γηπεδάκι της πόλης ένα κρύο και μουντό απόγευμα και αντίκρισε αυτό ακριβώς που φοβόταν η διοίκηση της ομάδας εξ αρχής: ένα ερασιτεχνικό γήπεδο, χωμένο ανάμεσα σε παλιά, ερειπωμένα κτίρια, με αποδυτήρια που δεν είχαν ούτε τα στοιχειώδη, μια κεντρική, ετοιμόρροπη κερκίδα και έναν αγωνιστικό χώρο γεμάτο λακκούβες, χώμα και λασπουριά. Οι παίκτες και των δυο ομάδων έκαναν προθέρμανση μπροστά σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα, την ώρα που διάφοροι παρατρεχάμενοι περνούσαν από δίπλα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν ότι ο τύπος με το 10 στη φανέλα που έκανε τσαλιμάκια στο πάρκινγκ του γηπέδου της πόλης τους ήταν πράγματι ο Μαραντόνα, ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του πλανήτη εκείνη την εποχή.
Παρά την τραγική κατάσταση του αγωνιστικού χώρου, που χειροτέρευε όσο περνούσε η ώρα, ο αγώνας ξεκίνησε και τέλειωσε κανονικά. Το περιβραχιόνιο της Νάπολι μόνο για το συγκεκριμένο παιχνίδι φόρεσε ο ντόπιος Πουζόνε. Αδιαφορώντας για τα (πολλά) λεφτά που είχαν επενδυθεί πάνω του και για το ότι ήταν ένα από τα ανερχόμενα αστέρια του Καμπιονάτο, ο Ντιεγκίτο αντιμετώπισε την όλη εκδήλωση σαν ένα ακόμα παιχνίδι, όπως αυτά που έπαιζε μικρός στους δρόμους και τις αλάνες του Μπουένος Άιρες. Κυνήγησε χαμένες μπαλιές, έφτιαξε παιχνίδι, ντρίπλαρε, έκανε τάκλιν, πανηγύριζε τα γκολ του, έπεσε στις λάσπες και σε μια φάση στο δεύτερο ημίχρονο πέρασε όποιον έκανε το λάθος να βρεθεί μπροστά του, συμπεριλαμβανομένου και του τερματοφύλακα, πριν σκοράρει σε άδεια εστία και αποθεωθεί από τον κόσμο, που επειδή δεν χωρούσε στις κερκίδες (υπολογίζεται πως περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι κατέκλυσαν κάθε γωνία του γηπέδου), στεκόταν όρθιος, δίπλα στις πλαϊνές γραμμές, με τις ομπρέλες στο χέρι. Στο τέλος του αγώνα όλο το γήπεδο σηκώθηκε όρθιο και χειροκρότησε παρατεταμένα.
Πόλη του Μεξικού, Στάδιο Αζτέκα, 22 Ιουνίου 1986. Πάνω από εκατό χιλιάδες άνθρωποι είχαν μαζευτεί για να δουν τον προημιτελικό του Μουντιάλ μεταξύ Αργεντινής και Αγγλίας. Σε ένα ματς που ξέφευγε από το ποδόσφαιρο και έγραψε ιστορία, όχι μία, αλλά δύο φορές. Ήταν ακόμη πολύ νωπές οι μνήμες από τον “πόλεμο των Φόκλαντς”, τον πόλεμο για τα νησιά που διεκδικούσε η Αργεντινή και τα ονομάζουν "νήσους Μαλβίνας". Ο Ντιέγκο θα πει τότε: "Mπορεί πριν το ματς να λέγαμε ότι το ποδόσφαιρο δεν έχει τίποτα να κάνει με τον πόλεμο στις Μαλβίνας, αλλά γνωρίζαμε ότι είχαν σκοτωθεί πολλά νεαρά παιδιά εκεί, τους είχαν σκοτώσει λες και ήταν περιστέρια. Κι αυτό ήταν μια εκδίκηση, παίρναμε πίσω κάτι από τις Μαλβίνας. Υπερασπιζόμασταν τη σημαία μας, τα νεκρά παιδιά, τους επιζώντες."
Ήταν το 51′ όταν ο Ντιέγκο με το χέρι ("Το χέρι του Θεού") άνοιξε το σκορ. Ο Ντιέγκο δεν το μετάνιωσε ποτέ, δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη και είναι περήφανος γι’ αυτό το γκολ. Το ίδιο περήφανοι συνεχίζουν να είναι και στην Αργεντινή και στη Νάπολι.
"Αυτό το γκολ που έβαλε ο Μαραντόνα στους Άγγλους με τη βοήθεια του “Θείου” χεριού είναι προς το παρόν η μοναδική αξιόπιστη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού" θα πει ο, ουρουγουανός ποιητής και συγγραφέας, Μάριο Μπενεντέτι και η ιταλική εφημερίδα "Κοριέρε ντε λο Σπορτ" θα γράψει: "Όταν ο Μαραντόνα σημείωσε το πρώτο γκολ με την μπουνιά, όπως ένας ναπολιτάνος κλέφτης, η χαρά ήταν ατελείωτη σε εκείνη την πόλη".
Και μετά ήρθε το 2ο γκολ. Το “γκολ του Αιώνα” όπως ονομάστηκε. Το γκολ που μετέτρεψε τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα σε "Θεό του ποδοσφαίρου". Ένα γκολ που πρέπει να συνοδεύεται πάντα και μόνο από την περιγραφή του ουρουγουανού Βίκτορ Ούγκο Μοράλες: "Την έχει ο Μαραντόνα, τον μαρκάρουν δύο, πατάει την μπάλα ο Μαραντόνα, πηγαίνει από την δεξιά πλευρά η ιδιοφυΐα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, περνάει τον τρίτο και θα την δώσει στον Μπουρουσάγκα, πάντα ο Μαραντόνα, ιδιοφυΐα, ιδιοφυΐα, ιδιοφυΐα, τα-τα-τα-τα-τα-τα, γκοοοοοοοοοολ, γκοοοοοοοοοολ, θέλω να κλάψω, Θέε μου, να ζήσει το ποδόσφαιρο, γκολάραααα, Ντιέγκοοοο, Μαραντόνα, είναι για να κλαις, συγχωρέστε με, Μαραντόνα, σε μια αξέχαστη κούρσα, η καλύτερη όλων των εποχών, κοσμικός κομήτης, από ποιον πλανήτη μας ήρθες; για να αφήσεις πίσω σου τόσους Άγγλους, για να γίνει η χώρα μια γροθιά κλαίγοντας για την Αργεντινή, Αργεντίνη 2, Αγγλία 0, Ντιε-γκολ, Ντιε-γκολ, Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα! Σε ευχαριστώ Θέε μου για το ποδόσφαιρο, για τον Μαραντόνα, γι’ αυτά τα δάκρυα, γι’ αυτό το Αργεντινή 2, Αγγλία 0."
Έξω από το στάδιο Αζτέκα υπάρχει μια μεταλλική πλάκα για εκείνο το παιχνίδι που γράφει: “Αφιερωμένη στο εντυπωσιακό γκολ του Ντιέγκο Μαραντόνα”. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει ποιο από τα δύο εννοούν.
Ο Μαραντόνα δεν ήταν ο “καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών” γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Το ποδόσφαιρο πέρα από τις τρομερές διαφορές που έχει ανάλογα με την περιοχή στην οποία παίζεται, εξελίσσεται συνέχεια και αλλάζει σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατο να συγκρίνουμε, για παράδειγμα, τον Μαραντόνα σε σχέση με τον Πελέ, τον Κρόιφ, τον Ζιντάν ή με τους Μέσι και Ρονάλντο. Ο καθένας μπορεί να ορίσει τι θεωρείται πιο σημαντικό για τον «καλύτερο όλων των εποχών» αλλά είναι όλα υποκειμενικά κριτήρια. Και επιπλέον, υπάρχει και η παρελθοντολατρεία με την θεοποίηση των παλιών που γίνονται "θρύλοι" και την ισοπέδωση των σύγχρονων, που συνήθως είναι «κατασκευάσματα των media». Η πλειοψηφία αυτών που μιλάνε για τον Μαραντόνα δεν τον έχει ζήσει να παίζει ενώ και από αυτούς που τον πρόλαβαν οι περισσότεροι έχουν δει ελάχιστα ολόκληρα παιχνίδια του. Υπάρχει βέβαια και ο αστικός μύθος που όταν ο Πελέ σχολίασε: “Ο Θεός μ’ έστειλε στον κόσμο για να παίζω ποδόσφαιρο”. Ο Μαραντόνα (φέρεται να) απάντησε: “Δεν θυμάμαι να έστειλα κανέναν”.
Στα 91 παιχνίδια που έπαιξε ο Μαραντόνα με την Αργεντινή αυτή κέρδισε κέρδισε μόλις τα 42! Το ποσοστό αυτό (46%) είναι μικρότερο από κάθε άλλου "μεγάλου παίκτη" ανεξαρτήτως εθνικότητας και εποχής: Ο Πελέ έχει 73%, ο Ρονάλντο έχει 70%, o Μπεκενμπάουερ έχει 67%, ο Ζιντάν έχει 69%, o Πούσκας 74%, ο Κρόιφ έχει 65%, ο Μέσσι έχει 62%. Ούτε επίσης ισχύει ότι «ο Μαραντόνα ήταν ο ηγέτης που ξεχώριζε στα μεγάλα τουρνουά». Ο Μαραντόνα έπαιξε σε 7 μεγάλα τουρνουά στην καριέρα του. Τέσσερα Μουντιάλ και 3 Κόπα Αμέρικα με απολογισμό "μόλις" 2 προκρίσεις σε τελικό (Μουντιάλ 1986 και 1990) και 1 μία κατάκτηση (Μουντιάλ 1986).
Στο Μουντιάλ του 1986 τελείωνα την Γ Λυκείου. Ακόμα και τώρα η ανάμνηση μου είναι ότι ο Ντιέγκο αυτό το Μουντιάλ το πήρε μόνος του. Ακόμα και αν και τότε και τώρα ξέρω ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Αλλά ήταν το Μουντιάλ του Θεού. Ο Μαραντόνα έκανε ένα εκπληκτικό μουντιάλ. Και σκόραρε και έβγαλε ασίστ. Φορμαρίστηκε την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος.
Αλλά δεν ήταν μόνος του (αν εξαιρέσεις, φυσικά, τη φάση του δεύτερου γκολ με τους Άγγλους). Είχε στον πάγκο τον μεγάλο Κάρλος Μπιλάρδο, που παρέδωσε μαθήματα τακτικής στη διοργάνωση. Είχε δίπλα του τον Βαλντάνο, τον Μπουρουτσάγα, τον Ρουτζέρι, και μια ομάδα έμπειρων, καλών παικτών που οι 5 εξ αυτών είχαν κατακτήσει (ή θα κατακτούσαν τα επόμενα χρόνια) ένα σκασμό τίτλους στη Λατινική Αμερική, μαζί και το Διηπειρωτικό, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής ήταν εξίσου ανταγωνιστικό με το ευρωπαϊκό, κρατούσε τους μεγάλους παίκτες του (από τη Βραζιλία του 1986 στην Ευρώπη έπαιζαν όλοι κι όλοι 2 παίκτες) και κυριαρχούσε στις μεταξύ τους αναμετρήσεις (7/10 Διηπειρωτικά εκείνης της δεκαετίας πήγαν στη Νότια Αμερική). Στον τελικό με τη Γερμανία ο Ντιέγκο βρήκε χώρο να δράσει μόνο μια στιγμή και σ’αυτήν μπόρεσε και έβγαλε την ασίστ για το 3-2. Το ευτύχημα γι’αυτόν ήταν πως ο Μπουρουτσάγα δεν αστόχησε. Ούτε ο Βαλντάνο πιο νωρίς, ούτε ο Μπράουν στην αρχή του αγώνα.
Ο Ντιεγκίτο δεν έβαζε γκολ στους τελικούς. Στους 9 τελικούς που έπαιξε (2 με την εθνική, 2 με τη Μπάρτσα, 2 διπλούς με τη Νάπολι, με αντιπάλους την Αταλάντα και τη Στουτγκάρδη και ένα Σούπερ Καπ με αντίπαλο τη Γιούβε) σκόραρε μια φορά μόνο κι αυτή με πέναλτι (που το κέρδισε ο ίδιος). Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ανύπαρκτος. Σε κάποιους από αυτούς ήταν πολύ καλός χωρίς να κάνει τη διαφορά, σε κάποιους άλλους έδωσε καθοριστικές πάσες που κάποιος άλλος τις μετέτρεψε σε γκολ.
Η ποδοσφαιρική μαγεία του Ντιέγκο δεν δικαιολογεί τη λατρεία του κόσμου. Για τους περισσότερους ο Ντιέγκο δεν είναι ένας απλός μεγάλος ποδοσφαιριστής. Ο Ντιέγκο είναι παραπάνω από ένας παίκτης, για να παραφράσω και λίγο το μότο της Μπάρτσα. Ο απλός κόσμος τον λάτρεψε και τον λατρεύει γιατί ο Ντιέγκο διάλεγε πάντα πλευρά. Ήταν με τους φτωχούς ενάντια στους πλούσιους. Ήταν ένας επαναστάτης ενάντια στο κατεστημένο. Δεν έγινε ποτέ ο "μπαρμπα Θωμάς" της FIFA όπως ο Πελέ, ούτε ο διεφθαρμένος πρόεδρος βουτηγμένος στα σκάνδαλα όπως ο Πλατινί. Γι' αυτό είναι μια Ιδέα, ένας μύθος. Και έτσι θα μείνει για πάντα. Με τον Τσε στο μπράτσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου