Αναδημοσίευση από το https://dimitris.webgalaxy.gr/science-dialektiki-viologia.php
Έχει υπάρξει μια μακροχρόνια παράδοση της μαρξιστικής ανάλυσης της επιστήμης, κι αν και το όνομα του Engels δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στα άρθρα που συλλέγονται στο βιβλίο «Ο διαλεκτικός βιολόγος» των Richard Levins και Richard Lewontin, οι συγγραφείς τού αφιερώνουν το βιβλίο: «Στον Frederick Engels, που έκανε λάθη συχνά, αλλά που δεν έκανε λάθη στα ζητήματα που είχαν σημασία». Από την εποχή του Engels οι ανησυχίες άλλαξαν. Την περίοδο που οι συγγραφείς του «διαλεκτικού βιολόγου» είχαν ωριμάσει στη θεώρησή τους πάνω στη βιολογία και την πολιτική, οι συνθήκες είχαν οδηγήσει σε μια αλλαγή της οπτικής. Η διαλεκτική ερμηνεία των επιστημονικών δεδομένων κι ανακαλύψεων δεν ξεκινούσε από την κοσμολογία, όπως γινόταν στη δεκαετία του '30. Αντιθέτως, δινόταν έμφαση στην κοινωνικοοικονομική βελτίωση της επιστήμης. Οι Levins και Lewontin εκπαιδεύτηκαν στη δεκαετία του '50, μια δεκαετία της οποίας ο πολιτικός τόνος τέθηκε από τον Μακαρθισμό, την ατομική βόμβα, και την άνοδο μιας συγκεκριμένης στρατιωτικής, επιστημονικής και βιομηχανικής συγκρότησης του κόσμου. Σε θέματα βιολογίας, ο τόνος τέθηκε από τον «Λυσενκισμό» (Lysenkoism) στη Σοβιετική Ένωση, την σαφέστερη μορφοποίηση της εξελικτικής βιολογίας, τη νέο-Δαρβινική «σύγχρονη σύνθεση» (modern synthesis) και την ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας. Μέχρι τη δεκαετία του '60, μια περαιτέρω διάσταση προστέθηκε με την εμφάνιση των ελευθερωμένων περιοχών και των χωρών στον τρίτο κόσμο των οποίων η προσπάθεια να χτίσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία περιέλαβε την ανάγκη να βρεθεί ένας επαναστατικός τρόπος γεωργικής και τεχνικής ανάπτυξης. Η σειρά των ζητημάτων που συζητούνται στο «διαλεκτικό βιολόγο» απεικονίζει αυτές τις ανησυχίες των μαρξιστών επιστημόνων.
Η τραγική αποτυχία του «Λυσενκισμού» (Lysenkoism) και η καταστολή που επέβαλε ο ψυχρός πόλεμος έπνιξε κάθε συζήτηση για τη σχέση Μαρξισμού και επιστήμης τη δεκαετία του '50. Το ριζοσπαστικό επιστημονικό κίνημα επανεμφανίστηκε τη δεκαετία του '60 κατά την οποία είχε στόχους τον πόλεμο του Βιετνάμ και τις απελευθερωτικές διαπάλες. Έτσι ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις κακές εφαρμογές της επιστήμης. Οι Levins και Lewontin, που ήταν σημαντικές μορφές αυτού του κινήματος, έχουν μάθει από την ιστορική τους εμπειρία ότι δεν υπάρχει ακριβής διαχωριστική γραμμή μεταξύ μιας αθώας «καθαρής» επιστήμης και μιας ιστορικά ένοχης εφαρμοσμένης επιστήμης. Ένα από τα κεντρικά θέματα του «διαλεκτικού βιολόγου» είναι ότι το επιστημονικό και κοινωνικό διεισδύουν το ένα στο άλλο με έναν ιδιαίτερα περίπλοκο τρόπο, και ότι η άρνηση αυτής της αλληλοδιείσδυσης είναι από μόνη της μια πολιτική πράξη.
Κληροδοτώντας λοιπόν την εργασία σημαντικών διανοούμενων, τις δεκαετίες του '60 και του '70, ήρθε στο προσκήνιο αυτή η αναπτυγμένη, μη-τελεολογική επιστήμη που στηρίχτηκε στις υλιστικές διαλεκτικές με την εργασία επιστημόνων που ήταν επηρεασμένοι από τον Μαρξισμό. Οι Richard Lewontin, Richard Levins, και Stephen Jay Gould στο Χάρβαρντ το ξεκίνησαν αυτό κι έπειτα ακολούθησε το κύριο ρεύμα της εξελικτικής βιολογίας. Το βιβλίο «Ο διαλεκτικός βιολόγος», είναι ένα από τα πρώτα παραδείγματα μιας πραγματικά διαλεκτικής υλιστικής προσέγγισης στην ιστορία και την επιστήμη. Σε αυτό υποστηρίζουν ότι η κατανόηση του κόσμου προϋποθέτει το να υπερβεί ο άνθρωπος το ιδεολογικό μονοπώλιο της κυρίαρχης κοσμοθεώρησης και να ξεπεράσει το θρησκευτικό σκοταδισμό. Και ότι γι' αυτό η εκτίμηση της ιστορίας και της επιστήμης είναι απαραίτητη. Η γνώση τους απαιτείται όχι μόνο για να κατανοήσει κανείς πώς ο κόσμος εξελίχθηκε σε αυτό που είναι σήμερα, αλλά και για να καταλάβει το πώς ο κόσμος μπορεί να αλλάξει.
Οι Levins και Lewontin υποστηρίζουν ότι γενική παραδοσιακή θεώρηση της εξέλιξης ανάγεται σε ιδεολογία (αλλά και παράγεται από αυτήν) με ευρύτερες εφαρμογές (π.χ. την πολιτική). Γίνεται εξελικτική κοσμοθεώρηση και περιλαμβάνει τα εξής :
1) Την αλλαγή. Η αλλαγή πιστεύεται ότι αποτελεί φυσικό χαρακτηριστικό κάθε φυσικού και κοινωνικού συστήματος, σε αντίθεση με παλαιότερες κοσμοθεωρήσεις που θεωρούσαν ότι ο κόσμος δεν άλλαζε παρά μόνο όταν κάποια Θεϊκή βούληση το επέβαλλε.
2) Την τάξη. Μάλιστα έχουν γίνει προσπάθειες εντοπισμού κάποιας ροπής προς την τάξη όσον αφορά στον αριθμό των ειδών, την ποικιλομορφία και την σχετική τους αφθονία, την ποικιλομορφία της βιομάζας όπως και στον λόγο της βιομάζας προς την τροφή που αυτή καταναλώνει. Φαίνεται όμως ότι αντίληψη της εξέλιξης ως κάτι που παράγει τάξη είναι ιδεολογικό φαινόμενο χωρίς φυσικό αντίκρισμα.
3) Την κατεύθυνση. Στη φυσική αυτό αντανακλάται στην ελαχιστοποίηση της δυναμικής ενέργειας των συστημάτων και μεγιστοποίηση της εντροπίας τους. Στη κοσμολογία, στην διαστολή του σύμπαντος. Η αντανάκλαση αυτής της αντίληψης στην κοινωνιολογία βρίσκεται στην πίστη π.χ. ότι οι κοινωνικές δομές γίνονται πιο πολυσύνθετες και η εργασία πιο εξειδικευμένη.
Στην εξελικτική βιολογία έχουν γίνει προσπάθειες παραμετροποίησης βιολογικών φαινομένων ώστε η εξέλιξή να μπορεί να ερμηνευτεί ως η διαδικασία ελαχιστοποίησης ή μεγιστοποίησης κάποιον από τις παραμέτρους αυτές. Π.χ. η ποικιλότητα των οργανισμών, η καλή φυσική τους κατάσταση και η πολυπλοκότητά τους υποτέθηκε ότι αυξάνονται όπως επίσης και η ομοιογένεια του περιβάλλοντος. Αλλά υπάρχουν σοβαρές (παλαιοντολογικές, μαθηματικές αλλά και βιολογικές) ενδείξεις ότι αυτή η άποψη δεν ευσταθεί. Ακόμη, στον εικοστό αιώνα υπήρχαν θεωρήσεις ότι το οικοσύστημα τείνει προς μια κατάσταση ισορροπίας ως εκδήλωση της τάσης προσαρμογής στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, αλλά ότι ποτέ δεν φτάνει σε αυτήν την ισορροπία διότι το ίδιο το περιβάλλον αλλάζει διαρκώς. «Κανένα είδος δεν είναι πλήρως προσαρμοσμένο στο περιβάλλον γιατί προσπαθεί να φτάσει έναν κινούμενο στόχο».
4)Την Πρόοδο. Η θεώρηση των εξελικτικών βιολόγων του δεκάτου ενάτου αιώνα ήταν διαφορετική. Για αυτούς, εξέλιξη σήμαινε πρόοδος, η κίνηση από το χειρότερο προς το καλύτερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδέα της προόδου εισάγει κάποιου είδους «ηθική» αξιολόγηση, κάτι που δεν εισήγαγε π.χ. η κατεύθυνση προς την πολυπλοκότητα. Τέτοια ηθική αξιολόγηση της κατεύθυνσης αποδόθηκε π.χ. στην μετάβαση από την ομοιογένεια στην ετερογένεια.
5) Την τελειότητα. Ωστόσο επειδή το κατά πόσο είναι «τέλειος» ένας οργανισμός καθορίζεται άμεσα από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, η «τελειότητα» ενός οργανισμού δεν εξασφαλίζει την επιβίωσή του καθώς το περιβάλλον αλλάζει διαρκώς.
Ας εστιάσουμε τώρα για λίγο στο Δαρβίνο. Η εποχή του είχε αρχίσει να υπερβαίνει την παραδοσιακή Πλατωνική αντίληψη ότι τα υλικά αντικείμενα είναι ατελείς αναπαραστάσεις κάποιων ιδεατών οντοτήτων και ότι οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται μέσα σε ένα είδος είναι μια μορφή παρέκκλισης από το ιδανικό. Και πρέπει να τονιστεί πως η ιδέα της εξέλιξης δεν ήταν δική του. Η θεωρία του Lamarck, για παράδειγμα, υποστήριζε ότι τα επίκτητα χαρακτηριστικά των οργανισμών κληρονομούνται και ότι η συσσώρευση των επίκτητων αλλαγών δια μέσου των γενεών οδηγεί στην εξέλιξη. Υποστήριζε ότι αυτές οι επίκτητες διαφοροποιήσεις δημιουργούνται μέσω της συνειδητής προσπάθειας του οργανισμού να αλλάξει (π.χ. υποτίθεται ότι ο λαιμός της καμηλοπάρδαλης μάκρυνε σταδιακά με την επιθυμία της να φτάσει σε ψηλότερα κλαδιά). Η επανάσταση που έφερε ο Δαρβίνος ήταν στο ότι εισήγαγε την ιδέα ότι οι διαφοροποιήσεις μέσα σε ένα είδος είναι η προϋπόθεση για την εξέλιξη των ειδών και τη δημιουργία νέων ειδών. Αυτή η θεώρηση βασίζεται στις αρχές ότι 1) τα είδη παρουσιάζουν εσωτερική ποικιλομορφία 2) Τα χαρακτηριστικά κάθε γονέα κληρονομούνται 3) την αρχή της φυσικής επιλογής.
Κάποιες από τις αδυναμίες αυτής της θεωρίας (τις οποίες δεν είχε η θεωρία του Lamarck) ήταν ότι: 1) Δεν εξηγούσε γιατί υπάρχουν οι διαφοροποιήσεις μέσα σε ένα είδος 2) Ο μηχανισμός της κληρονομικότητας που αρχικά προτάθηκε θα οδηγούσε πολύ γρήγορα στην ομοιογενοποίηση του είδους, όπως το ανακάτεμα διαφορετικών χρωμάτων θα οδηγούσε τελικά δε ένα μοναδικό χρώμα και 3) Δεν εξηγούσε πώς ένα είδος μπορεί να χωριστεί σε δύο. Ο Δαρβίνος έδωσε ικανοποιητική απάντηση μόνο στο τελευταίο ερώτημα, εξηγώντας πώς η τοπική απομόνωση δύο πληθυσμών του ίδιου είδους μπορούσε τελικά να οδηγήσει στη δημιουργία δύο διαφορετικών ειδών. Ένα άλλο ζήτημα ήταν κατά πόσο η εξέλιξη μπορεί να παράξει κάτι καινούριο ή μόνο να επιλέξει ανάμεσα σε χαρακτηριστικά που ήδη υπάρχουν. Στο ερώτημα αυτό βρέθηκε μια μερική απάντηση στις δεκαετίες του '20 και του '30 κατά τις οποίες καταδείχτηκε πως ακόμη και με ασθενή φυσική επιλογή και μικρή συχνότητα μεταλλάξεων, ένας πληθυσμός θα μπορούσε να αλλάξει δραστικά σε ένα χρονικό διάστημα πολύ μικρότερο του εξελικτικού χρόνου. Αυτό απαντά σε σημαντικό βαθμό και στα ζητήματα 1 και 2 που τέθηκαν στην αρχή της παραγράφου.
Η έννοια της εξέλιξης προβαλλόμενη τώρα σε κοινωνικά φαινόμενα, από τη μία πλευρά υποδαύλιζε τα συμφέροντα των κοινωνικά κυρίαρχων τάξεων αφού υπερέβαινε την θεώρηση ενός κόσμου στατικού, καθορισμένου από μια ανώτερη βούληση. Από την άλλη, ωστόσο, οι συγγραφείς περιγράφουν πώς η επικρατούσα επιστημονική αντίληψη θεωρεί την εξέλιξη ως μια προοδευτική διαδικασία που οδηγεί σε κατάσταση ισορροπίας κατά την οποία οι έμβιοι οργανισμοί απλά προσαρμόζονται στο περιβάλλον. Μια τέτοια σκέψη δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Άλλωστε είναι αλήθεια ότι οργανισμοί με εντελώς διαφορετικούς προγόνους ανέπτυξαν ανάλογα χαρακτηριστικά για να αντιμετωπίσουν όμοιες εξωτερικές προκλήσεις. Π.χ. Τα έντομα, τα πουλιά και οι νυχτερίδες ανέπτυξαν όλα φτερά προκειμένου να πετάξουν. Υπάρχουν λοιπόν συγκεκριμένα «προβλήματα» που θέτει το περιβάλλον και στις οποίες η εξέλιξη παρέχει τη λύση; Όχι ακριβώς. Μια τέτοια θεώρηση δεν εξηγεί π.χ. την ποικιλότητα των οργανισμών και οι Levins και Lewontin καταδεικνύουν και άλλες ανεπάρκειές της που θα αναφερθούν παρακάτω.
Αυτή η κυρίαρχη άποψη λοιπόν (που είναι μια ιδεολογία «βιολογικού ντετερμινισμού»), χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τις ανισότητες, υποστηρίζοντας ότι οι διαφορές στις δυνατότητες μεταξύ των ανθρώπων είναι έμφυτες και ότι αυτές οι έμφυτες διαφορές κληρονομούνται βιολογικά. Επιπλέον, συνήθως υποτίθεται ότι είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης το να παρέχονται οι περισσότερες απολαβές και οι καλύτερες θέσεις σε εκείνους με τις «καλύτερες» δυνατότητες και τα «σωστά είδη γονιδίων» (στο βιβλίο «Η βιολογία ως ιδεολογία» του Lewontin). Μια τέτοια μηχανιστική, επιστήμη εξυπηρετεί απόλυτα την ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Στο γενετικό επίπεδο η ζωή περιορίζεται σε ανεξάρτητους, μεμονωμένους πρωταγωνιστές-γονίδια (τα αποκαλούμενα «εγωιστικά γονίδια»), τα οποία προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν αγώνα όλων εναντίων όλων. Κατά τον Richard Dawkins, στο «The selfish gene», το σώμα και το μυαλό των οργανισμών ελέγχεται από τα γονίδια και οι οργανισμοί γίνονται αντιληπτοί ως ρομπότ που παράγουν τα γονίδια ώστε να δημιουργήσουν νέα γονίδια. Έτσι, «η συμπεριφορά των ζώων, ανθρωπιστική ή εγωιστική, ελέγχεται από τα γονίδια και ότι ο εν λόγω έλεγχος, αν και έμμεσος, εξακολουθεί να είναι ισχυρότατος. Τα γονίδια, υπαγορεύοντας τον τρόπο οικοδόμησης των μηχανών επιβίωσης (εννοεί των έμβιων οργανισμών), και των νευρικών συστημάτων τους, εξουσιάζουν τελικά την συμπεριφορά». Αυτή την γραμμή σκέψης ο Wilson, στην «Kοινωνιοβιολογία, η νέα σύνθεση», την πάει πολύ παραπέρα υποστηρίζοντας ότι: «Η κοινωνική συμπεριφορά των ατόμων δραστηριοποιείται από κίνητρα και ανάγκες που είναι βιολογικά προκαθορισμένες, εγγεγραμμένες στο γενετικό υλικό και στόχο έχουν την διαιώνιση του είδους και κατ' επέκταση του γονότυπου του ατόμου. Το αποτέλεσμα είναι τα άτομα με προνομιούχο γονότυπο να ζουν σε βάρος ατόμων που μειονεκτούν και να διαιωνίζουν τα γονίδιά τους σε αντίθεση με τους δεύτερους…. Οι κοινωνικοί θεσμοί αποτελούν μηχανισμούς που προωθούν τη μεταβίβαση του DNA». Καταλαβαίνει κανείς ποια κοινωνικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να προβάλλονται εδώ, μέσα στα γονίδια.
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ακόμη και αν αγνοήσουμε (όπως κάνουν οι οπαδοί του βιολογικού ντετερμινισμού) την αλληλεπίδραση του οργανισμού με το περιβάλλον. Γιατί για να σταθεί καλά μια τέτοια θεώρηση, μάλλον οφείλει να υιοθετήσει ένα απλουστευτικό μηχανιστικό σχήμα «αίτιο - αθροιστικό αποτέλεσμα» που δεν βρίσκει εφαρμογή στον σύνθετο κόσμο των βιολογικών διαδικασιών. Στο μόριο του DNA, ανάμεσα στα γονίδια, υπάρχουν μεγάλες ποσότητες ανεξερεύνητου υλικού DNA (όπως τα cis-ρυθμιστικά στοιχεία) που αποφασίζουν πού πότε και πόσο θα εκφραστεί το κάθε γονίδιο ξεχωριστά. Αλλά ακόμη και η γνώση της πλήρους αλληλουχίας των βάσεων του ανθρώπινου DNA (κι όχι μόνο των γονιδίων) δεν είναι σε θέση να μας δώσει ουσιαστική πληροφορία για τα χαρακτηριστικά του οργανισμού, πολλώ δε μάλλον για την ίδια την κοινωνία.
Όπως λέει κι ο Lewontin «Δεν μπορούμε να εξάγουμε εύκολα κάποια αιτιακή πληροφορία από μηνύματα του DNA γιατί οι ίδιες "λέξεις" έχουν διαφορετικό μήνυμα σε διαφορετικά πλαίσια και επιτελούν πολλαπλές λειτουργίες σε ένα δεδομένο πλαίσιο, όπως συμβαίνει και σε κάθε σύνθετη γλώσσα». Το να ξέρεις το λεξιλόγιο του γενετικού κώδικα δεν σημαίνει ότι γνωρίζεις και το συντακτικό του. Δεν υπάρχουν δηλαδή «δυνατά» και «αδύναμα» γονίδια αφού η επίδρασή τους εξαρτάται κάθε φορά και από το υπόλοιπο γονιδίωμα. Για παράδειγμα όταν μεταφέρθηκε το γονίδιο που ελέγχει την παραγωγή μιας ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης σε ένα έμβρυο ποντικού, το ποντίκι αναπτύχθηκε δύο φορές περισσότερο από το φυσιολογικό του μέγεθος. Όταν το ίδιο γονίδιο εισήχθηκε στο έμβρυο ενός γουρουνιού, το μέγεθος αυτού του ζώου δεν άλλαξε, αλλά αυτό έγινε λεπτότερο από το φυσιολογικό.
Ένα άλλο ζήτημα που θα έθετε κανείς είναι: «Αν έχει δίκιο ο βιολογικός ντετερμινισμός, πώς καταφέρνουν και επιβιώνουν ακόμα γονίδια ανθρωπισμού»; Ο Dawkins δίνει μια απάντηση και γι' αυτό το «παράδοξο» φαινόμενο:
«Ο κάτοχος ενός ανθρωπιστικού γονιδίου μπορεί να αναγνωριστεί απλούστατα από το γεγονός ότι κάνει ανθρωπιστικές πράξεις. Ένα γονίδιο θα ευημερούσε στην γονιδιακή δεξαμενή (εννοεί ότι θα το ευνοούσε η φυσική επιλογή και θα κληρονομούνταν στις επόμενες γενιές), αν «έλεγε» στην «γλώσσα» του τα εξής: «Σώμα, αν ο Α πνίγεται ενώ προσπαθεί να σώσει κάποιον άλλο που πνίγεται, πέσε στο νερό και σώσε τον Α». Αυτή η συμπεριφορά του γονιδίου είναι σωστή επειδή η πιθανότητα ο Α να περιέχει το ίδιο ανθρωπιστικό γονίδιο που σώζει ζωές είναι μεγαλύτερη από τον μέσο όρο. Το γεγονός ότι ο Α προσπαθεί να σώσει κάποιον άλλο είναι μια ετικέτα (εννοεί ότι αυτή την ετικέτα βλέπει το Σώμα και σώζει τον Α). …Υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος με τους οποίους τα γονίδια θα μπορούσαν να «αναγνωρίσουν» τα αντίγραφα τους σε άλλα άτομα; Η απάντηση είναι καταφατική. Είναι εύκολο να δείξουμε ότι οι στενοί συγγενείς (γονείς και παιδιά) έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες από τον μέσο όρο να έχουν κοινά γονίδια. Από πολύ καιρό έχει γίνει σαφές ότι αυτή είναι η αιτία για το συχνά παρατηρούμενο ανθρωπισμό των γονέων προς τα παιδιά τους.»
Όμως η απορία που δεν μπορεί να απαντήσει ούτε με βιολογικούς όρους ο Dawkins, είναι γιατί άραγε «το σώμα» να θυσιαστεί παρακινούμενο από το «ανθρωπιστικό» του γονίδιο, με σοβαρό κίνδυνο ακόμα και αν σώσει τον Α να χαθεί το ίδιο; Μια απάντηση και σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να δώσει ο ίδιος ο συγγραφέας όταν υποστηρίζει ότι «το σώμα» πράττει έτσι επειδή αυξάνει τις πιθανότητες σε ένα μελλοντικό κίνδυνο του εαυτού του από πνιγμό, να σωθεί από τον Α. Όμως είναι λογικό, ότι ο τελευταίος που θα πίστευες ότι θα μπορούσε να σε σώσει σε περίπτωση πνιγμού σου, είναι αυτός που έσωσες εσύ στο παρελθόν από βέβαιο πνιγμό, όπως παρατηρεί και ο Lewontin.
Αλλά και πέρα από αυτά τα «ενδογενή» ζητήματα, στην παραδοσιακή εξελικτική αντίληψη, οι περιβαλλοντικές συνθήκες θεωρούνται ως δεδομένες και υποτίθεται ότι εναπόκειται στα είδη να προσαρμοστούν στα περιβάλλοντά τους για να μην αφανιστούν. Υποτίθεται ότι υπάρχει μια άκαμπτη φυσική τάξη που οριοθετεί λεπτομερώς τους ρόλους που καλούνται να αναλάβουν οι ζωντανοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων.
Στο διαλεκτικό βιολόγο, οι Levins και Lewontin απορρίπτουν αυτές τις μονόπλευρες και μηχανιστικές υπεραπλουστεύσεις. Αντ' αυτών υποστηρίζουν μια διαλεκτική και υλιστική προσέγγιση που θεωρεί ότι ο κόσμος «είναι συνεχώς εν κινήσει». Κατ' αρχήν, δεν είναι αλήθεια ότι η ανάπτυξη ενός οργανισμού είναι απόλυτα καθορισμένη από τα γονίδιά του. Και κατά δεύτερον, δεν είναι αλήθεια ότι η ζωή, ο θάνατος και η διαιώνιση ενός οργανισμού είναι συνέπεια του πώς ο οργανισμός έδρασε σε ένα αυτόνομο περιβάλλον. Αντιθέτως, για τους συγγραφείς, οι σταθερές γίνονται μεταβλητές, οι αιτίες γίνονται αποτελέσματα, και τα συστήματα αναπτύσσονται καταστρέφοντας, πολλές φορές, τις συνθήκες που τα γέννησαν. Παράδειγμα αποτελούν τα λευκά κωνοφόρα στη Νέα Αγγλία τα οποία δημιουργούν τόσο πυκνή σκιά που οι ίδιοι τους οι σπόροι δεν μπορούν να αναπτυχθούν. Αλλά ακόμη κι αν παραγνωρίσουμε την επίδραση του είδους στο περιβάλλον, υπάρχουν περιπτώσεις που το ίδιο το είδος επιλέγει σε σημαντικό βαθμό μια εξελικτική κατεύθυνση, γινόμενο ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο της εξελικτικής διαδικασίας. Στην περίπτωση του σπίνου, π.χ., η φυσική επιλογή καθορίζει το μέγεθος της ουράς των αρσενικών όχι μόνο από τις αεροδυναμικές απαιτήσεις για βέλτιστη πτήση (που βοηθά στο να αποφεύγει το πουλί τους θηρευτές), αλλά και από τον αντίρροπο παράγοντα της έλξης που ασκεί στα θηλυκά του είδους η μεγάλη ουρά. Έτσι, «το πραγματικό μέσο μήκος ουράς προκύπτει ως αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού ανάμεσα στη "λειτουργική" επιλογή, που τείνει να κάνει τις ουρές πιο κοντές, και τη φυλετική επιλογή, που τείνει να τις κάνει πιο μακριές».
Ακόμη, ο φαινότυπος ενός οργανισμού (δηλαδή η μορφολογία, η φυσιολογία, ο μεταβολισμός και η συμπεριφορά του) δεν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά του DNA που κληρονόμησε, αλλά και των περιβαλλοντικών συνθηκών στις οποίες μεγάλωσε σε κάθε αναπτυξιακό του στάδιο. Κάτι άλλο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι πολλοί οργανισμοί μπορούν να επιλέγουν το περιβάλλον τους αφού π.χ. η θερμοκρασία και υγρασία του εδάφους μπορεί να διαφέρει καθοριστικά σε μια διαφορά βάθους λίγων εκατοστών. Ομοίως, ο φλοιός των δέντρων αποτελεί μέρος του περιβάλλοντος του τρυποκάρυδου, αλλά όχι και οι πέτρες στη βάση του δέντρου, παρ' ότι βρίσκονται στον ίδιο χώρο.
Ένα άλλο ελάττωμα στον τρόπο που αναπτύσσεται η εξελικτική βιολογία εντοπίζεται στο ότι ο Δαρβίνος υποτίμησε (χωρίς να αρνηθεί) τη σημασία των περιορισμών που υπάρχουν στην εξελικτική διαδικασία λόγω της ήδη δομημένης φύσης των οργανισμών. (Όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, όμως, η τελευταία περιορίζει τους τύπους οργανικών αλλαγών που μπορούν να συμβούν στην εξελικτική ιστορία). Έτσι, το περιβάλλον γινόταν αντιληπτό ως κάτι που καθόριζε την εξελικτική διαδικασία μέσω της φυσικής επιλογής, αλλά όχι και κάτι που επηρεαζόταν εξίσου από την εξέλιξης της ζωής. Ο Δαρβίνος αναγνώρισε ότι η διαφοροποιήσεις μέσα σε ένα είδος είναι μια εσωτερική διαδικασία, στην οποία οι εξωτερικές συνθήκες δεν καθόρισαν. Αλλά οι Levins και Lewontin τόνισαν πως για να γίνει πλήρως κατανοητή η εξέλιξη της ζωής και οι μετασχηματισμοί του κόσμου, είναι απαραίτητο να θεωρηθούν οι σύνθετες αλληλεπιδράσεις τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών διαδικασιών της ζωής.
Οι σύγχρονοι γενετιστές που αναλύουν τις αναπτυξιακές διαδικασίες των μεμονωμένων οργανισμών συχνά εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό γενετικό υλικό. Αντιτιθέμενοι σε αυτή την γενετική αιτιοκρατία και τον αναγωγισμό, Levins και Lewontin, εξηγούν ο οργανισμός είναι η συνέπεια μιας διαδικασίας που διαρκεί από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι τη στιγμή του θανάτου. Ανά πάσα στιγμή τα γονίδια, το περιβάλλον, η τύχη, και ο οργανισμός συμμετέχουν από κοινού… Η φυσική επιλογή δεν είναι το αποτέλεσμα του πόσο καλά ο οργανισμός λύνει ένα σύνολο σταθερών προβλημάτων που δημιουργούνται από το περιβάλλον, αφού το περιβάλλον και οι οργανισμοί αλληλοκαθορίζονται. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα στο οποίο τα έμβια όντα όρισαν το περιβάλλον, είναι το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Η αρχική ατμόσφαιρα της γης δεν περιείχε καθόλου οξυγόνο, αλλά κυρίως μεθάνιο, αμμωνία, διοξείδιο του άνθρακα και υδρατμούς. Το οξυγόνο προήλθε από τη φωτοσύνθεση των φυτών και ήταν δηλητήριο για τους έμβιους οργανισμούς που ζούσαν όταν εμφανίστηκε. Όταν κατέκλεισε την ατμόσφαιρα εξαφάνισε την πλειοψηφία των μορφών ζωής που υπήρχαν. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί κι ότι η σημερινή γήινη ατμόσφαιρα, που αποτελείται κυρίως από άζωτο (80%) και οξυγόνο (18%), είναι χημικά ασταθής. Αν εξαφανιζόταν η ζωή και αφηνόταν η ατμόσφαιρα να φτάσει σε ισορροπία, το οξυγόνο και το άζωτο θα εξαφανίζονταν σταδιακά και η ατμόσφαιρα τελικά θα αποτελούταν σχεδόν εξ' ολοκλήρου από διοξείδιο του άνθρακα, όπως συμβαίνει στον Άρη και την Αφροδίτη.
Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα επίδρασης των οργανισμών στο περιβάλλον. Οι ρίζες των δέντρων αλλάζουν τη φυσική δομή και τη χημική σύσταση του εδάφους στο οποίο μεγαλώνουν. Ακόμη, στις καθημερινές βιολογικές διαδικασίες, επηρεάζονται πολλά υλικά του περιβάλλοντος (βράχοι, νερό, κ.τ.λ.). Ακόμη, αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον τους, το μετασχηματίζουν και για άλλα είδη. Η κατανάλωση (για τη συντήρησή τους) μέρους του εξωτερικού κόσμου αποτελεί επίσης διαδικασία παραγωγής των νέων περιβαλλόντων.
Η αλληλεπίδραση, όμως, αφορά και στο πώς οι οργανισμοί μετατρέπουν τα φυσικά σήματα και τα ερεθίσματα από το εξωτερικό περιβάλλον σε πληροφορία που προκαλεί φυσικές αλλαγές στους ίδιους τους οργανισμούς. Η βιολογική δομή κάθε είδους θα καθορίσει α) εάν μια φυσική πραγματικότητα παραλαμβάνονται ως πληροφορία, β) το πώς θα ερμηνευτεί αυτή και γ) τι αντίδραση θα προκαλέσει η πραγματικότητα αυτή. Για παράδειγμα το υπεριώδες φως βοηθά τις μέλισσες να βρουν τροφή, ενώ μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του δέρματος στον άνθρωπο.
Στο βιβλίο «The Triple Helix» ο Lewontin επεκτείνει τη διαλεκτική ανάλυσή του και αμφισβητεί τις απλοϊκές αναπαραστάσεις του κόσμου, σημειώνοντας ότι ενώ οι γενετικές διαφορές μπορούν να χρησιμεύσουν σαν μια εξήγηση στο γιατί π.χ. τα λιοντάρια είναι διαφορετικά από τα αρνιά, δεν είναι ικανοποιητικά για την εξήγηση «γιατί δύο αρνιά είναι διαφορετικά μεταξύ τους». Στην πραγματικότητα, τα γονίδια μπορεί να παίζουν δευτερεύοντα ρόλο για μερικά χαρακτηριστικά. Αντί να υποθέσει ότι το γονίδιο καθορίζει την πορεία της ανάπτυξης, Lewontin θεωρεί ότι ένας οργανισμός είναι το αποτέλεσμα μιας πολυσύνθετης και ανεπανάληπτης αλληλεπίδρασης μεταξύ των γονιδίων που φέρνει, της χρονικής ακολουθίας των εξωτερικών περιβαλλόντων μέσα στα οποία αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της ζωής του, και τυχαίων μοριακών αλληλεπιδράσεων μέσα στα κύτταρα. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις πρέπει να ενσωματωθούν σε οποιοδήποτε αξιόπιστη εξήγηση για το πώς ένας οργανισμός διαμορφώνεται. Κι ενώ τα εσωτερικά διαδοχικά αναπτυξιακά στάδια είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανάπτυξης, δεν παρατηρούνται καθολικά. Παραδείγματος χάριν, η μορφολογία της τροπικής αμπέλου Syngonium ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες ηλιοφάνειας. Οι μορφές των φύλλων του, καθώς επίσης και οι αποστάσεις μεταξύ τους, αλλάζουν ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι σύνθετες αλληλεπιδράσεις που υπάρχουν οδηγούν σε ποικιλότητα σε όλα τα επίπεδα. Τα συμπεράσματα πειραμάτων σε κλώνους φυτών έδειξαν ότι η ανάπτυξη (όμοιων γενετικά) φυτών διαφοροποιείται ανάλογα με το περιβάλλον, με μη προβλέψιμο τρόπο. Η πολυπλοκότητα με την οποία αναρίθμητοι παράγοντες αλληλεπιδρούν, καθιστούν αδύνατη μια ολοκληρωμένη μελέτη.
Μάλιστα, αυτό δεν αφορά μόνο στην ανάπτυξη ενός οργανισμού, αλλά και στην εξέλιξη ενός είδους. Η ανακάλυψη των υπολειμμάτων του Homo floresiensis, ενός άγνωστου μέχρι πρόσφατα είδους ανθρωποειδούς, στο ινδονησιακό νησί Φλόρες, χαρακτηρίστηκε από κάποιους ακαδημαϊκούς ως η μεγαλύτερη ανακάλυψη της ανθρωπολογίας τα τελευταία 50 χρόνια. Την επιτυχία αυτή διάλεξε το περιοδικό Science ως την πρώτη επιλαχούσα για το βραβείο εντυπωσιακής ανακάλυψης της χρονιάς 2004. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα μικρό ανθρωποειδές, με ύψος περίπου ένα μέτρο στην ενήλικη φάση του και με ενδοκρανιακό όγκο μικρότερο από το 1/3 του σύγχρονου ανθρώπινου εγκεφάλου και ακόμη μικρότερο σε σχέση με το μέγεθος του σώματός του. Oι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι είναι πιθανότατα απόγονος του Homo erectus και εξελίχθηκε σε μακρόχρονη απομόνωση, η οποία είχε ως επακόλουθο την ενδημική σμίκρυνση του μεγέθους. Μια ακόμη ενδιαφέρουσα πλευρά της ανακάλυψης είναι ότι ο Homo floresiensis έζησε τουλάχιστον μέχρι και 18.000 χρόνια πριν. Συνεπώς, έζησε την ίδια εποχή με τους σύγχρονους ανατομικά ανθρώπους. Αρκετοί ακαδημαϊκοί εξεπλάγησαν από το μικρό μέγεθος του νέου ανθρωποειδούς αλλά και από την πρόσφατη χρονική περίοδο που φέρεται να έζησε.
Θα έπρεπε λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το γένος μας, ο Homo, γέννησε ένα είδος νάνων το οποίο έζησε ταυτόχρονα με τον Homo sapiens για ένα μεγάλο διάστημα της εξελικτικής μας ιστορίας; Ένας διαλεκτικός βιολόγος θα απαντούσε αρνητικά. Αυτό που εκλαμβάνουμε ως έκπληξη μπορεί να αποκαλύψει σημαντικά πράγματα για τις βαθύτερες –και συχνά ασυνείδητες– υποθέσεις μας για τον κόσμο. Η ανακάλυψη του Homo floresiensis προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη μόνο μέσα από μια αστική θεώρηση, δεδομένης της υπόθεσης ότι η ιστορία εξελίσσεται αναγκαστικά με προοδευτικό τρόπο, οδηγώντας στο σύγχρονο κόσμο μας.
Ο Stephen Jay Gould ήταν ένας από τους γνωστότερους επικριτές αυτής της κοσμοθεωρίας και ασφαλώς θα είχε δεχτεί ως ευχάριστο νέο την ανακάλυψη του Homo floresiensis. Είναι ευρύτατα αναγνωρισμένος θεωρητικός στην εξελικτική βιολογία, επηρεάστηκε καθοριστικά από τους Levins και Lewontin και έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη της διαλεκτικής άποψης στην εξελικτική διαδικασία. Μεταξύ των πολλών συνεισφορών του είναι και μια κομψή θεωρητική διατύπωση για το πώς η διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ των εσωτερικών δομικών περιορισμών των οργανισμών (που συνήθως ονομάζονται «νόμοι της μορφής» (laws of form)) και οι εξωτερικές πιέσεις του περιβάλλοντος (η φυσική επιλογή) παράγει τα διαδικασίες της εξελικτικής αλλαγής που παρατηρείται. Η περιεκτικότερη επεξεργασία αυτού του ζητήματός του μπορεί να βρεθεί στο βιβλίο του «Η δομή της εξελικτικής θεωρίας», που δημοσιεύτηκε το 2002, λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του. Υποστήριξε ότι οι οργανισμοί δεν καθορίζονται κατά τη διάρκεια της φυλογένεσής τους μόνο από τις εξωτερικές περιβαλλοντικές δυνάμεις, αλλά ότι μάλλον, η δομή των οργανισμών περιορίζει και καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την «παραλλαγή» στην οποία η φυσική επιλογή θα οδηγήσει. Με άλλα λόγια, η Δαρβίνεια υπόθεση ότι η παραλλαγή δεν είναι προσχεδιασμένη είναι ανακριβής. Επομένως, η εξελικτική διαδικασία είναι μια διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ εσωτερικού και του εξωτερικού, με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που ο φαινότυπος των μεμονωμένων οργανισμών είναι μια διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ των γονιδίων τους και του περιβάλλοντος (όπως υποστηρίζεται από Lewontin στην τριπλή έλικα).
Η έμφαση του Gould στην αναγνώριση του σημαντικού ρόλου που παίζουν οι «δομικές» δυνάμεις στην εξέλιξη προκύπτει από μια κριτική του στους ακραίους Δαρβινιστές που αντιλαμβάνεται όλα τα γνωρίσματα των οργανισμών ως προσαρμογές. Οι Gould και Lewontin σε ένα διάσημο άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1979 «The Spandrels of San Marco and the Panglossian Paradigm: A Critique of the Adaptationist Programme», χαρακτηρίζουν τη λειτουργιοκρατική άποψη των ακραίων Δαρβινιστών ως «Panglossian παράδειγμα». Το Panglossian παράδειγμα πήρε το όνομά του από τον χαρακτήρα του Βολταίρου στη νουβέλα του Candide. Ο γιατρός Pangloss (μια σατυρική αντιπροσώπευση του Gottfried Leibniz), αποκρινόταν σε όλες τις κακοτυχίες με το ρητό, «Όλα είναι για το καλύτερο σε έναν κόσμο καλύτερο όλων των πιθανών». Οι Gould και Lewontin υποστήριξαν ότι οι ακραίοι Δαρβινιστές έφταναν να στηρίζονται υπερβολικά σε περιπτώσεις που ευνοούσαν την υπόθεσή τους για να εξηγήσουν οιαδήποτε χαρακτηριστικά των οργανισμών, κατασκευάζοντας ιστορίες για το πώς κάθε εμφανιζόμενο γνώρισμα εξυπηρετούσε οπωσδήποτε κάποια λειτουργία, ανεξάρτητα από το εάν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να υποστηρίξουν αυτές τις αξιώσεις.
Αντιτιθέμενοι σε αυτό, οι Gould και Lewontin που υποστηρίζουν ότι μερικά χαρακτηριστικά των οργανισμών είναι μόνο δευτερεύουσες συνέπειες των δυνάμεων που καθορίζονται από τη δομή του οργανισμού, και όχι απαραιτήτως προσαρμογές στις εξωτερικές συνθήκες.
Επεξηγούν το επιχείρημά τους χρησιμοποιώντας μια αρχιτεκτονική αναλογία (δείτε την απεικόνιση). Σημειώνουν ότι η οικοδόμηση ενός θόλου στις στρογγυλευμένες αψίδες απαιτεί την οικοδόμηση τεσσάρων spandrels (spandrels είναι ο αρχιτεκτονικός όρος για τους χώρους που αφήνονται μεταξύ των δομικών στοιχείων ενός κτηρίου), τα οποία ορίζουν την τετραπλή συμμετρία του θόλου που βρίσκεται από πάνω.
Τα spandrels είναι, επομένως, μια απαραίτητη δευτερεύουσα συνέπεια της δομικής απαίτησης για έναν θόλο πάνω σε στρογγυλευμένες αψίδες, αλλά δεν εξυπηρετούν καμία λειτουργία από μόνες τους. Ομοίως, η ήδη υπάρχουσα φυσική δομή των οργανισμών οδηγεί συνήθως στην εμφάνιση των δομικών χαρακτηριστικών που δεν προήλθαν από φυσική επιλογή κατά την εξελικτική διαδικασία
Παραδείγματος χάριν, όπως ο Gould εξηγεί στη «δομή της εξελικτικής θεωρίας», τα σαλιγκάρια που μεγαλώνουν με το κουλούριασμα ενός σωλήνα γύρω από έναν άξονα πρέπει να παραγάγουν ένα κυλινδρικό χώρο κατά μήκος του άξονα. Αν και κάποια είδη χρησιμοποιούν τον ελεύθερο κυλινδρικό χώρο ως αίθουσα επώασης για να προστατεύσουν τα αυγά τους, η μεγάλη πλειοψηφία τους δεν το κάνει. Ακόμη, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καλωδιακοί επωαστικοί μηχανισμοί υπάρχουν μόνο σε μερικές «άκρες» πάνω σε διακριτούς «κλάδους» του εξελικτικού «δέντρου» των σαλιγκαριών, κι όχι σε μια κεντρική θέση κοντά στη «ρίζα» του εξελικτικού «δέντρου». Επομένως, φαίνεται σαφές ότι ο κυλινδρικός χώρος δεν προέκυψε για προσαρμοστικούς λόγους. Βέβαια, βρέθηκε αργότερα για αυτόν χρησιμότητα από κάποια είδη. Ωστόσο ο χώρος αυτός προέκυψε ως μια δευτερεύουσα συνέπεια μιας διαδικασίας αύξησης βασισμένης στο κουλούριασμα ενός σωλήνα γύρω από έναν άξονα. Ένα βασικό μάθημα, λοιπόν, που προέρχεται από αυτό το επιχείρημα είναι ότι οι λειτουργιοκρατικές εξηγήσεις δεν είναι πάντα επαρκείς για να εξηγήσουν την πολλαπλότητα των δυνάμεων που λειτουργούν στον φυσικό κόσμο.
Τα άρθρα στο τμήμα «On Analysis» του βιβλίου «Ο διαλεκτικός βιολόγος» αφορούν στην προσπάθεια των Levins και Lewontin να ενσωματώσουν μια ερευνητική μεθοδολογία στη διαλεκτική. Ένα ζήτημα που θέτουν για την οικολογία και την ανθρώπινη γενετική είναι το κατά πόσο οι στατιστικές σχέσεις των δειγμάτων των πληθυσμών έχουν καθοριστεί σωστά. Παραδείγματος χάριν, στο «The Analysis of Variance and the Analysis of Causes» δείχνουν πώς μια τυποποιημένη στατιστική τεχνική, η «ανάλυση της μεταβλητής» έχει χρησιμοποιηθεί με προβληματικό τρόπο στη γενετική μελέτη των πληθυσμών. Απορρίπτουν τη συνήθως πολιτικά παρακινημένη προσπάθεια να διαχωριστούν οι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες κατά τη διαμόρφωση της φαινοτυπικής μορφής ενός οργανισμού (δηλαδή της μορφής που πραγματικά παρατηρείται), σα να είναι απλά προσθετικοί παράγοντες που δεν αλληλεπιδρούν. Ο πολιτικά ανέντιμος χαρακτήρας ενός τέτοιου χωρισμού είναι εμφανής, παραδείγματος χάριν, στην αξίωση ότι I.Q. είναι ένα μέτρο της νοημοσύνης που καθορίζεται κυρίως γενετικά. Αντ' αυτού, οι διαλεκτικοί βιολόγοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει έντονη «αλληλοδιείσδυση» του γενότυπου και του περιβάλλοντος που παράγει το φαινότυπο του I.Q.. Και ότι απαιτεί μια διαλεκτική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη πολλές περίπλοκες σχέσεις σε ένα ευρύ αριθμό παραμέτρων. Μια παρόμοια κριτική παρουσιάζουν και στο άρθρο «Dialectics and Reductionism in Ecology» («Διαλεκτική και αναγωγισμός στην οικολογία»). Αυτό περιέχει πολύ περισσότερο από μια κριτική της κακής χρήσης των στατιστικών. Yπάρχει μια λεπτομερής συζήτηση (που χρησιμοποιεί μια γραφική μέθοδο που ο Levins ανέπτυξε) μιας διαλεκτικής προσέγγισης της έννοιας της κοινότητας στην οικολογία. Αυτή δείχνει ότι η δομή της κοινότητας είναι που καθορίζει την συμπεριφορά της (και όχι μόνο οι προσθετικές επιδράσεις των μεμονωμένων συστατικών μονάδων).
Στο τμήμα του άρθρου πάνω στην εφαρμοσμένη βιολογία οι συγγραφείς τονίζουν την πολυπλοκότητα, την ετερογένεια, και τα πολλαπλά επίπεδα των φαινομένων που διαπραγματεύονται. Στις συζητήσεις για τη γεωργία υπογραμμίζουν τη σύνθετη αλληλοδιείσδυση οικονομίας και την οικολογίας. Η προσέγγισή τους στην επιδημιολογία, στο «Research Needs for Latin Community Health» δείχνει ότι η υγεία είναι μια λειτουργία που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: από το βιοϊατρικούς ως ψυχολογικός και κοινωνικός.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου «Ο διαλεκτικός βιολόγος» («Science as a Social Product and the Social Product of Science»), στο άρθρο «The Problem of Lysenkoism» όλοι οι προβληματισμοί των Levins και Lewontin συναντώνται και μπορεί κανείς να δει καθαρότερα τη διασύνδεση των πολλαπλών επιπέδων ανάλυσης που εφαρμόζουν στην εργασία τους. Ο «Λυσενκισμός» (Lysenkoism) έκανε (στις δεκαετίες του '30 και του '40) μια μεγάλη αλλά και ασύνετη προσπάθειά για να αναμορφώσει διαλεκτικά τη γεωργία και τη γενετική στη Σοβιετική Ένωση. Με δεδομένη την παρακμή στην οποία περιήλθε, είναι σαφώς ένας ιστορικός κριτής για τη μαρξιστική επιστήμη. Οποιοιδήποτε επερχόμενοι φιλόσοφοι στη βιολογία, δε θα μπορούν να το αγνοήσουν αυτό. Αλλά το φαινόμενο του «Λυσενκισμού» είναι σύνθετο. Γι' αυτό οι Levins και Lewontin αποκρούουν διάφορες προγενέστερες προσπάθειες να αποδοθεί η αποτυχία σε απλές αιτίες ως υπερβολικά στενόμυαλες. Αντ' αυτού, υποστηρίζουν ότι η αποτυχία σχετίζεται με αλληλοπλεκούμενες επιστημονικές, φιλοσοφικές, και πολιτικές διαπάλες και ότι μια ανεπαρκής ανάλυση μπορεί να είναι παραπλανητική και ακόμα και επικίνδυνη.
Η κριτική των συγραφέων στην όποια ορθοδοξία είναι ιδιαίτερα προφανής και σε αυτήν προσέγγισή τους στα επιστημονικά και φιλοσοφικά ζητήματα του «Λυσενκισμού». Καταδεικνύουν ότι και η «γενετική ορθοδοξία» ενάντια στην οποία επαναστάτησαν οι θεωρίες του Lysenko ήταν νοσηρή. Αυτό δε γίνεται αντιληπτό από τους περισσότερους άλλους σχολιαστές, οι οποίοι τείνουν να δέχονται το γράμμα της καθιερωμένης επιστημονικής αντίληψης ως Ευαγγέλιο. Η Λαμαρκασιανή θεωρία (η προ-Δαρβίνεια θεωρία ότι τα επίκτητα χαρακτηριστικά κληρονομούνται) δεν ήταν με κανένα τρόπο παρελθόν στη δενδροκηποκομία στη δεκαετία του '30. Έτσι δεν ήταν εξ' ολοκλήρου παράλογο το ότι ο Lysenko υιοθέτησε αυτήν την μέθοδο. Επιπλέον, η εναλλακτική λύση του Lysenko είναι προβληματική ακόμη και υπό μια διαλεκτική προοπτική, αφού στην υπερβολική «ορθόδοξη γενετική αιτιοκρατία» αντέτασσε μια εξίσου υπερβολική «περιβαλλοντική αιτιοκρατία». Αντιτέθηκε μεν στην υπερβολική έμφαση στη δομή αντί των διαδικασιών. Αλλά όχι προτείνοντας με μια σύνθεση αυτών των δύο παραγόντων, αλλά με την αντίστροφη υπερβολή.
Οι Levins και Lewontin προσπαθούν επίσης να καταστήσουν εμφανή τα πραγματικά προβλήματα που κρύβονταν από τη μόνο εν μέρει σωστή κατηγορία ότι οι «Λυσενκιστές» παραποίησαν στοιχεία για πολιτικούς λόγους. Έδειξαν ότι όσον αφορά στην κατηγορία ότι οι «Λυσενκιστές» παρέκκλιναν από τις τυποποιημένες πρακτικές μέτρησης και αξιολόγησης, υπήρχαν τρομερά προβλήματα στη μέτρηση που παραμένουν ανεπίλυτα μέχρι σήμερα. Αυτά τα προβλήματα ήταν ιδιαίτερα αισθητά στην ΕΣΣΔ, η οποία αντιμετώπιζε ακραίες μεταβολές του καιρού και άλλων παραγόντων από χρόνο σε χρόνο και τη τόπο σε τόπο. Κι αφού ο στατιστικός υπολογισμός του μέσου όρου αυτών των συνθηκών δεν έχει νόημα όταν αυτές είναι τόσο μεταβλητές, η παραγωγή χρήσιμων γενικεύσεων δε μπορούσε να γίνει αν δεν παρέβλεπαν αρκετά στοιχεία. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχουν σαφείς διαδικασίες για αυτό το πρόβλημα.
Οι συγραφείς κάνουν την άριστη χρήση του «Λυσενκισμού» για να καταδείξουν το σύνθετο φαινόμενο της αλληλοδιείσδυσης της επιστήμης και της πολιτικής. Το «Λυσενκιστικό» κίνημα εμφανίστηκε σε μια χώρα που προσπαθούσε να χτίσει μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία παρά τις ακραίες υλικές προκλήσεις και την έντονη πάλη των τάξεων. Αφ' ενός, υπήρχε η πείνα, έξωθεν επιθέσεις, η αύξηση της ξενοφοβίας και μαζική αντίσταση των αγροτών στην κολεκτιβοποίηση. Από την άλλη, η σοσιαλιστική επανάσταση γεννούσε αισιοδοξία, μια προθυμία προς τον πειραματισμό, τον μαζικό αλφαβητισμό, και ενθουσιασμό για την επιστήμη. Σε αυτό το ιδιαίτερα φορτισμένο πλαίσιο ακόμη και τα ζητήματα της γενετικής θεωρίας αναδείχτηκαν σε συλλογικά πολιτικά ζητήματα.
Εν μέρει ως αντίδραση στις ιδεολογικές υπερβολές του φαινομένου Lysenko, οι φιλελεύθεροι έχουν υιοθετήσει μια «αντι-ιδεολογική τεχνοκρατική ιδεολογία». Αντιτιθέμενοι σε αυτό, οι Levins και Lewontin θεωρούν ότι υπάρχει ανάγκη να συνυπολογιστεί η παράμετρος της πάλης των τάξεων στην επιστήμη, αλλά και να κατασταθεί αυτή η πάλη πιο πολυσύνθετη. Σε αυτή τη προσπάθεια απαιτείται η αποσαφήνιση της φύσης και του ρόλου της διαλεκτικής. Στη θεματική ενότητα που τιτλοφορείται «Μπορεί να υπάρξει μια μαρξιστική επιστήμη;» σκιαγραφούν τι δεν είναι η μαρξιστική επιστήμη και η διαλεκτική. Λένε ότι το λάθος της «Λυσενκιονιστικής» αξίωσης έγκειται την προσπάθεια να εφαρμοστεί μια διαλεκτική ανάλυση των φυσικών προβλημάτων από λανθασμένη αφετηρία. Ο διαλεκτικός υλισμός δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ, μια συστηματική μέθοδος για την επίλυση συγκεκριμμένων φυσικών προβλημάτων. Αυτό που κάνει η διαλεκτική ανάλυση είναι ότι παρέχει μια επισκόπηση και ένα σύνολο προειδοποιητικών ενδείξεων ενάντια σε ιδιαίτερες μορφές δογματισμού και στενότητας σκέψης.
Τα άρθρα «The Commoditization of Science,» «The Political Economy of Agricultural Research» και «Applied Biology in the Third World» ερευνούν ορισμένα κοινά θέματα. Κατ' αρχάς, η επιστήμη και ακόμη περισσότερο η επιστημονική έρευνα, υπό την κεφαλαιοκρατία γίνονται αντιληπτές ως προϊόντα: η έρευνα είναι μια επιχειρηματική επένδυση, κι έτσι τα έξοδα στην έρευνα ανταγωνίζονται με άλλες εταιρικές προτεραιότητες. Ο καταμερισμός της εργασίας έχει γίνει ένα σημαντικό μέρος της έρευνας κι έτσι οι περισσότεροι επιστήμονες έχουν εξειδικευμένες δεξιότητες: σχολεία που εκπαιδεύουν πάνω στον επιστημονικό εξοπλισμό έχουν γίνει σημαντική βιομηχανία. Ως παράδειγμα οι συγγραφείς εξετάζουν τις αλλαγές που έχουν προκύψει στη γεωργία. Η καλλιέργεια, παρ' ότι γίνεται κατά ένα μεγάλο μέρος από μεμονωμένους αγρότες, είναι σήμερα μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της γεωργίας συνολικά. Κι αυτό γιατί γεωργία περιλαμβάνει και την παραγωγή και τη διανομή των υλικών που οι αγρότες αγοράζουν για την καλλιέργεια (σπόρους, λίπασμα, φυτοφάρμακα, εξοπλισμό) και την επεξεργασία, τη διανομή, και πώληση των αγροτικών προϊόντων. Ο ρόλος της έρευνας πάνω στη γεωργία είναι να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες ολόκληρου αυτού του συστήματος. Και οι αγρότες τείνουν να θεωρήσουν ότι αυτό τους συμφέρει, αφού οι συνθήκες του δικού τους μέρους παραγωγής καθορίζονται από τα μονοπώλια των προμηθευτών και τους αγοραστές των βοηθητικών αγροτικών υλικών και των προϊόντων.
Μια άλλη παράμετρος του θέματος είναι ότι ένας σημαντικός στόχος της επιστήμης και της επιστημονικής έρευνας, ειδικά στην ανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου, είναι ο κοινωνικός έλεγχος. Κι αυτό λειτουργεί με πολλούς τρόπους: Λειτουργεί λόγω του υψηλού της κόστους, με το να καθιστά την παραγωγή εξαρτώμενη από ξένους εμπειρογνώμονες ή και με την ανάπτυξη μιας τεχνικά προοδευτικής αγροτικής επιχειρηματικής τάξης που μπορεί να κατευνάσει την επαναστατικότητα των αγροτών και να παρέχει μια πιο διαλλακτική βάση πολιτικής υποστήριξης για τη διεθνή κεφαλαιοκρατία. Ακόμη και μέσω ερευνητικών ιδρυμάτων και σχολείων των οποίων η δομή, η παιδαγωγική, και το προσωπικό έχει εισαχθεί σε σημαντικό βαθμό από τις βιομηχανικές χώρες.
Από τη μακρά συμμετοχή τους στη μετα-επαναστατική τεχνική και γεωργική ανάπτυξη του τρίτου κόσμου, οι Levins και Lewontin έχουν μια ασυνήθιστα σαφή αντίληψη για τον ιστορικό χαρακτήρα της δυτικής επιστήμης. Οι αστικές συνθήκες της επιστημονικής εργασίας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογία των επιστημόνων, τους καθιστούν ατομικιστικές, ελιτιστικές, υπο-ειδικευμένους και με «καρτεσιανή» αντίληψή.
Η θεωρία και η πράξη των Levins και Lewontin αντιτίθενται σε αυτό. Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές στην εργασία τους πάνω στον τρίτο κόσμο, όπου υπάρχει καταλληλότερο έδαφος για να αγωνιστεί κανείς για ένα εναλλακτικό πρότυπο της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης. Εκεί υποστηρίζουν ότι ενώ η επιστήμη (όπως και η δημοκρατία) ξεκίνησε ως μια δύναμη απελευθέρωσης απέναντι στον έλεγχο της σκέψης, η ίδια της η επιτυχία την κατέστησε δέσμια όσων ελέγχουν τους πόρους των ερευνών και διαχειρίζονται την πληροφορία που παράγει. Στον τρίτο κόσμο δε, έφτασε με ακόμη πιο διεστραμμένη μορφή αφού χρησιμοποιήθηκε από τους κυρίαρχους αποίκους για την εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών και την επιβολή της κουλτούρας των πρώτων σε αυτούς.
Θεωρούν πως υπάρχουν τέσσερεις βασικές προσεγγίσεις της επιστήμης απέναντι στον τρίτο κόσμο. Η πρώτη θεωρεί πως μια πλήρως αναπτυγμένη επιστήμη σε εθνικό επίπεδο είναι μια απρόσιτη πολυτέλεια για τον τρίτο κόσμο και γι' αυτό δεν την ενισχύει. Οι δύο επόμενες προσεγγίσεις είναι «αναπτυξιακές» και κοινά τους χαρακτηριστικά είναι ότι α) θεωρούν πως σκοπός του υπανάπτυκτου είναι το να πλησιάσει τον αναπτυγμένο και β) πως δεν αμφισβητούν την ιδεολογική δομή της επιστήμης όπως έχει αναπτυχθεί. Ωστόσο η συντηρητική εκδοχή αυτής της προσέγγισης έχει σκοπό τον έλεγχο και την εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου ενώ η ριζοσπαστική προσπαθεί να θέσει την επιστήμη στην υπηρεσία των ντόπιων πληθυσμών. Υπάρχει όμως και η διαλεκτική προσέγγιση που θεωρεί ότι η ίδια η επιστήμη, έτσι όπως έχει δομηθεί, είναι προϊόν της αστικής επανάστασης και ότι έχει διαποτιστεί από τη νοοτροπία του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο αυτή η θέση δεν έχει ακόμη αναπτύξει μια ολοκληρωμένη και συνεπή προγραμματική έκφραση. Για τους συγγραφείς αυτό αποτελεί το ζητούμενο. Υποστηρίζουν ότι με τις σημερινές συνθήκες δεν παράγεται μια ομογενοποιημένη «οικουμενική επιστήμη» που εξομαλύνει τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Η επιστήμη υποτάσσεται στα αστικά συμφέροντα και αποθαρρύνεται από το να υπηρετήσει πανανθρώπινους στόχους. Μάλιστα σημειώνουν πως ακόμη και οι Μαρξιστές επιστήμονες που ζουν στις βιομηχανικές καπιταλιστικές χώρες, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα που οι χώρες αυτές διαθέτουν για να αναπτύξουν μια επιστήμη όπως θα ήθελαν. Κι αυτό γιατί οι προσεγγίσεις τους χαρακτηρίζονται «μη ρεαλιστικές», δηλαδή ασύμβατες με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου και τις κυρίαρχες ιδεολογίες και γι' αυτό δεν εφαρμόζονται ποτέ. Μπορεί π.χ. να ενθαρρύνεται και στις βιομηχανικές χώρες μια μη πολιτική επιστημονική προσέγγιση με ανθρωπιστικούς στόχους όπως αυτή της μείωσης του λιμού στον κόσμο. Αυτή όμως θα προϋποθέτει «ρεαλισμό», δηλαδή την μη αναδιανομή του πλούτου… Γι' αυτό, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι πρέπει να τεθούν εκ νέου τα ερωτήματα για την πρακτική έρευνα με έναν θεμελιώδη τρόπο, με το να οριστούν οι κατάλληλες υποδιαιρέσεις των επιστημών, οι συγκρουόμενες ανάγκες για την εξειδικευμένη και την ευρύτερη γνώση καθώς και να εκπαιδευτούν επιστήμονες με επαναστατικές ιδέες.
Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του «διαλεκτικού βιολόγου» καταπιάνονται με το οντολογικό ερώτημα του «Τι είναι η ανθρώπινη φύση». Άλλωστε φαίνεται αυτονόητο ότι για να υποδείξει κανείς πώς θα έπρεπε να είναι δομημένη η ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να έχει μια θεώρηση για την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο τελικά απαντούν με απρόσμενο τρόπο σε αυτό το ερώτημα αλλά πριν σχολιαστεί αυτό, χρειάζεται μια ιστορική αναδρομή.
Τον δέκατο ένατο αιώνα οι πιο επικρατούσες θεωρήσεις ήταν αυτές του ιδεαλισμού και του υλισμού. Ο ιδεαλισμός εκπροσωπούταν κυρίως από τη θεολογία που θεωρούσε τον άνθρωπο ποιοτικά διάφορο των άλλων ζωντανών οργανισμών αφού του απέδιδε ψυχή. Από την άλλη ο υλισμός έδινε έμφαση στη σχέση και την ομοιότητα του ανθρώπου με την υπόλοιπη φύση. Ο Μαρξ θεωρούσε την ιστορία της ανθρωπότητας ως μέρος της φυσικής ιστορίας. Έτσι, δεν αντιλαμβανόταν την ανθρώπινη ιστορία ως την εξέλιξη των ιδεών και της ηθικής. Την θεωρούσε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δρουν πάνω στη φύση για να επιβιώσουν και καταλάβαινε τις κοινωνικές σχέσεις ως το μέσο παραγωγής αγαθών και διαιώνισης του είδους.
Για τις συντηρητικές πολιτικές ιδεολογίες το άτομο προηγείται οντολογικά της κοινωνικής οργάνωσης κι επομένως θεωρεί ότι η δομή της κοινωνίας είναι εν πολλοίς γενετικά καθορισμένη. Τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και η αναρχική αριστερά αποδέχονται κι αυτές ότι η κοινωνία δομείται με βάση την βιολογικά καθορισμένη ανθρώπινη φύση, αλλά θεωρούν ότι η τελευταία έχει άλλα χαρακτηριστικά. Ενώ οι συντηρητικοί της αποδίδουν π.χ. επιθετικότητα, κτητικότατα και ξενοφοβία, οι αριστεροί αναρχικοί υποστηρίζουν ότι έχει συνεργατικότητα και αλτρουϊσμό, αλλά ότι οι άνθρωποι εξωθούνται στον ανταγωνισμό από έναν τεχνητό κόσμο.
Για τον κλασικό Μαρξισμό αυτό που διαφοροποιεί το ανθρώπινο είδος είναι η εργασία. Ωστόσο αυτός ο ορισμός εμπεριέχει σοβαρά προβλήματα κι ένα από αυτά είναι ότι δεν μας δίνει κάποια πληροφορία για το πώς θα έπρεπε η κοινωνία να δομηθεί. Η εικόνα που δίνει για τον άνθρωπο είναι πολιτικά αδιάφορη.
Μια ριζοσπαστική εναλλακτική θεώρηση είναι ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι είναι απλά αυτό που επιλέγουν να είναι. Και αυτή η θέση, προφανώς, δε μπορεί να παράξει πολιτική πρόταση.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το ίδιο το ερώτημα «Τι είναι η ανθρώπινη φύση;» είναι προβληματικό. Πιστεύουν ότι αντανακλά έναν Πλατωνικό ιδεαλισμό. Κι ότι η προσπάθεια να καταλάβει κανείς την ποικιλότητα του συνόλου των ανθρώπων προσπαθώντας να εντοπίσει κάποια κρυμμένη ομοιομορφία που ονομάζει «ανθρώπινη φύση» ανήκει στον προ-δαρβίνειο ιδεαλισμό της επιστημονικής σκέψης. Η διαλεκτική οπτική αναγνωρίζει την ετερογένεια τόσο της προσωπικής ιστορίας κάθε ατόμου όσο και των κοινωνικών εξελίξεων. Μάλιστα, θεωρεί αυτήν την ετερογένεια ως κινητήρια δύναμη εξέλιξης. Ακόμη, δεν αποδίδει εγγενείς ιδιότητες στα πρόσωπα ή τις κοινωνίες, αλλά συγκεντρώνει την προσοχή της στην ερμηνεία των ατομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών. Βιολογικές λειτουργίες όπως η διατροφή και η σεξουαλικότητα έχουν αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά και σκοπούς, καθώς ο άνθρωπος εντάχθηκε σε κοινωνικά πλαίσια που τους προσέδωσαν άλλο περιεχόμενο. Το πολιτικό όραμα ενός υλιστή, λοιπόν, δεν πηγάζει από μια συγκεκριμένη θεώρηση της «ανθρώπινης φύσης». Η αφετηρία του εντοπίζεται στην έκδηλη πάλη του ανθρώπου για μια καλύτερη ποιότητα ζωής, στον αγώνα του ενάντια στη φτώχεια και την καταπίεση.
Η θέση των συγγραφέων είναι ότι το σύστημα δεν χρειάζεται απλά βελτιώσεις αλλά ότι είναι εκ θεμελίων άδικο, παράλογο και επικίνδυνο. Κι ότι η ίδια η νοοτροπία της κοινωνίας πρέπει να αλλάξει (αποσυνδέοντας π.χ. την έννοια της «ευημερίας» από την κατανάλωση). Τότε οι άνθρωποι θα αρχίσουν να αναθεωρούν τις αντιλήψεις τους την εκπαίδευση, τη δομή της οικογένειας, το σύστημα υγείας, την κατανομή της εργασίας, την πολιτιστική δημιουργία, την οικονομία και τις προσωπικές τους σχέσεις.
Στο «Conclusion: Dialectics» η βασική θέση είναι ότι ο κυρίαρχος τρόπος ανάλυσης στις φυσικές, βιολογικές, και ακόμη και κοινωνικές επιστήμες είναι μια καρτεσιανή γενικευτική υπεραπλούστευση. Αυτή παράγει μια περιγραφή, ένα πρότυπο ενός «αλλοτριωμένου κόσμου» που «αντανακλά τη δομή της αλλοτριωμένης κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία δημιουργήθηκε». Αυτός ο αλλοτριωμένος φυσικός κόσμος είναι «όχι μόνο μια γνωστική δομή, αλλά μια φυσική δομή που επιβλήθηκε στον κόσμο». Μια διαλεκτική εναλλακτική λύση θα οδηγούσε όχι μόνο σε ένα διαφορετικό είδος γνώσης, αλλά και σε ένα διαφορετική φιλοσοφία όσον αφορά στην επέμβαση στις υλικές διαδικασίες.
Στα πλαίσια της αστικής θεώρησης του κόσμου, ο βιολογικός αναγωγισμός θεωρεί τις μορφές οργάνωσης και ιεραρχίας της ανθρώπινης κοινωνίας ως ένα ανάλογο του τρόπου με τον οποίο οργανώνουν τον βίο τους και άλλα έμβια όντα, όπως οι μέλισσες ή οι πίθηκοι. Και είναι γεγονός ότι οι δομές της ανθρώπινης κοινωνίας δεν αναπτύσσονται εν κενώ, αλλά έχουν τις ρίζες τους σε βιολογικές μορφές συνύπαρξης των ζώων. Για παράδειγμα, εντός της αγέλης των προγόνων μας υπήρχε ορισμένη ιεραρχία. «Αρχηγός» ήταν το πιο επιθετικό άτομο, το οποίο (μαζί με τον περίγυρό του) έτρωγε την καλύτερη τροφή. Οι αγελαίοι δεσμοί διατηρήθηκαν ακόμη και κατά την μετάβαση στο γένος, ενώ ο ρόλος τους στην εμφάνιση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της ταξικής, πλέον, ιεραρχίας (εξουσίας) δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητος. Από αυτήν την άποψη, το εγχείρημα ένταξης των βιολογικών προσδιορισμών του ανθρώπου στην ερμηνεία της δομής και της διαδικασίας της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας δεν είναι παράλογο.
Αλλά οι βιολογιστές κάνουν ένα διπλό λάθος. Αφ' ενός μεν, στην προσπάθειά τους να διακριβώσουν τις βιολογικές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, πέφτουν στο άκρο του αναγωγισμού, αναφωνώντας ότι τα πάντα είναι βιολογία (ενίοτε και φυσική...). Αφ' ετέρου, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως (και θα αναλυθεί περαιτέρω στη συνέχεια), έχουν μια στρεβλή αντίληψη και για το τι συνιστά η ίδια η βιολογία.
Κατ' αρχήν, οι βιολογιστές έχουν μια μάλλον καρτεσιανή θεώρηση του κόσμου που χαρακτηρίζεται από τις ακόλουθε ιδέες:
1) Ότι τα συστήματα αποτελούνται εγγενώς από φυσικές μονάδες.
2) Ότι οι μονάδες έχουν εσωτερική «ομοιογένεια».
3) Ότι τα μέρη προηγούνται του όλου που δημιουργούν και καθορίζουν όχι μόνο το πώς βλέπουμε τα πράγματα αλλά το πώς αυτά είναι.
4) Ότι «οι αιτίες διαφέρουν από τα αποτελέσματα στο ότι οι αιτίες είναι ιδιότητες των υποκειμένων ενώ τα αποτελέσματα οι ιδιότητες των αντικειμένων».
Η διαλεκτική αντιπρόταση που προτείνουν οι Levins και Lewontin δίνει έμφαση στις πολυδιάστατες αλληλεπιδράσεις στη συμπεριφορά των σύνθετων συστημάτων. Σε αντίθεση με τους Καρτεσιανούς, υποστηρίζουν ότι κάθε ενοποιημένο σύνολο καθορίζεται από τις σχέσεις των ετερογενών μερών του, τα οποία δεν προϋπήρχαν ως ανεξάρτητες οντότητες. Οι ιδιότητες των μερών δεν είναι δεδομένες, αλλά αποκτιούνται μέσα από την ύπαρξή τους μέσα στο όλο.
Η θέση τους μπορεί να συνοψιστεί σε τέσσερις αρχές:
1) Το όλο αποτελείται από ετερογενή στοιχεία που δεν έχουν προηγούμενη ανεξάρτητη υπόσταση ως μέρη.
2) Οι ιδιότητες των μερών δεν προϋπήρχαν ανεξάρτητα από το όλον αλλά γεννώνται μέσω της πολυσύνθετης αλληλεπίδρασης μαζί του. Αυτή η αρχή πάει πολύ πέρα από τη θέση ότι «οι ιδιότητες του συνόλου είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των ιδιοτήτων των μερών του», κάτι που είναι αποδεκτό και στη κυρίαρχη κοσμοθεώρηση. Εδώ είναι τα μέρη και όχι μόνο το όλον που αποκτούν νέες ιδιότητες. Για παράδειγμα ένας άνθρωπος μόνος του δεν θα μπορούσε να πετάξει. Ωστόσο στα πλαίσια που του παρέχουν οι κοινωνικές και πολιτιστικές δομές μπορεί να το κάνει, εφ' όσον ανεβεί σε αεροπλάνο. Σημειωτέον όμως πως δεν είναι η κοινωνία ως όλον που πετάει, δεν απέκτησε το όλον μια νέα ιδιότητα, αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το όλον-κοινωνία προσέδωσε στο μέρος-άνθρωπο αυτήν την ιδιότητα.
3) Η τρίτη διαλεκτική αρχή είναι ότι η «αλληλοδιείσδυση» των μερών και του όλου έχει ως συνέπεια την «ανταλλαγή» του ρόλου του υποκειμένου-αντικειμένου, της αιτίας και του αποτελέσματος. Έτσι, στη θέση π.χ. του Piaget ότι «Η ισορροπία επιτυγχάνεται όταν ο ενήλικος καταλάβει ότι η σωστή αντίδραση δεν βρίσκεται στο να αντισταθεί στην εμπειρία, αλλά στο να την προβλέπει και να την ερμηνεύει», οι διαλεκτικοί αντιτάσσουν ότι «Οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Αλλά το ζητούμενο είναι να τον αλλάξουν».
4) Η τέταρτη αρχή είναι ότι η αλλαγή είναι χαρακτηριστικό όλων των συστημάτων και όλων των πτυχών τους, αφού τα στοιχεία που τα αποτελούν αναδημιουργούν το ένα το άλλο, και αναδημιουργούνται από το όλον των οποίων είναι μέρη. Αρχίζει εδώ να φαίνεται γιατί μετά την επικράτηση των αστικών θέσεων, η ίδια η αστική κοινωνία γινόταν αντιληπτή ως η κορύφωση της κοινωνικής εξέλιξης. Η αλλαγή θα περιοριζόταν πλέον σε στενά όρια: σε τεχνικές εξελίξεις, βελτίωση των νόμων κ.ο.κ. Ενώ με την διαλεκτική εισάγεται μια νέα κοσμοαντίληψη.
Με βάση αυτές τις αρχές, πολλές θέσεις που θεωρούνταν από το κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα ως αυτονόητες, αναθεωρούνται. Για παράδειγμα, η κλασική βιολογία πάντα ξεχώριζε τους εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες ενός οργανισμού ως ανεξάρτητες μεταβλητές. Κρατούσε τη μία σταθερή για να μελετήσει την άλλη. Η εμβρυολογία, πάντα αγνοούσε τους εξωγενείς παράγοντες ενώ η εξελικτική βιολογία εστίαζε μόνο σε αυτούς θεωρώντας ότι οποιαδήποτε προτιμητέα μεταβολή του είδους θα ήταν διαθέσιμη μέσω των μεταλλάξεων. Ωστόσο κανένα τετράποδο δεν απέκτησε ποτέ φτερά χωρίς να «θυσιάσει» δύο από τα άκρα του, όποιες και να ήταν οι εξωτερικές συνθήκες…
Αλλά δεν είναι μόνο το ότι οι μεταβλητές ενός συστήματος διεισδύουν η μία στην άλλη. Και οι ίδιοι οι νόμοι της αλλαγής μετασχηματίζονται αφού τα συστήματα αλλοιώνουν τις συνθήκες που τα δημιούργησαν. Για παράδειγμα στις σημερινές συνθήκες, δε θα μπορούσε να εμφανιστεί ζωή από ανόργανη ύλη τόσο λόγω της παρουσίας του οξυγόνου που θα οξείδωνε κάποια απαραίτητα μόρια, όσο και γιατί οι ζωντανοί οργανισμοί καταναλώνουν τα πολύπλοκα οργανικά μόρια που θα χρειάζονταν για την αναδημιουργία της ζωής. Από την άλλη, εικάζεται ότι και η αρχική γήινη ατμόσφαιρα ήταν κάθε άλλο παρά φιλική προς τους νεοεμφανισθέντες ζωντανούς οργανισμούς. Η έντονη υπεριώδης ακτινοβολία, τοξικές ουσίες και άλλοι βλαπτικοί παράγοντες αποτελούσαν εμπόδιο στην εξέλιξη των έμβιων όντων. Η βάση επί της οποίας αναπτύχθηκε η ζωή ήταν αναντίστοιχη της φύσης και του χαρακτήρα της σημερινών βιολογικών μορφών. Για να εμφανιστούν, έπρεπε το περιβάλλον να γίνει πιο ευνοϊκό. Κι αυτό φαίνεται πως έγινε από την ίδια τη ζωή: Οι πρώτοι οργανισμοί επιβίωσαν καταναλώνοντας απλά βιομόρια τα οποία έβρισκαν σε έτοιμη μορφή, ενώ δεν χρειάζονταν οξυγόνο για την συντήρησή τους. Προϊόντος του χρόνου, οι έτοιμες τροφές έτειναν να εξαφανιστούν, οπότε ανέκυψε πρόβλημα επιβίωσης. Όσα από τα «πρωτοκύτταρα» είχαν κατά τύχη την ικανότητα να χρησιμοποιούν ως πηγή ενέργειας ακόμη απλούστερα μόρια και ηλιακή ενέργεια επέζησαν και επικράτησαν. Έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα αυτότροφα κύτταρα πριν 3 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια και μαζί τους άρχισαν να πραγματοποιούνται οι πρώτες φωτοσυνθετικές διαδικασίες. Αρχικά, η φωτοσύνθεση δεν οδηγούσε στον σχηματισμό οξυγόνου, αφού χρησιμοποιούσε υδρόθειο (H2S) ως πηγή υδρογόνου. Αργότερα, με την χρησιμοποίηση του νερού ως πηγής υδρογόνου, άρχισε να απελευθερώνεται οξυγόνο. Ο βαθμιαίος εμπλουτισμός της ατμόσφαιρας με οξυγόνο, η μετατροπή της δηλαδή από αναγωγική σε οξειδωτική, ήταν που παρείχε τη νέα δυνατότητα οργάνωσης της ζωής σε ανώτερο επίπεδο. Γιατί η οξειδωτική ατμόσφαιρα, σε σχέση με την αναγωγική, έχει τρία βασικά πλεονεκτήματα: Πρώτον, το ότι παρέχει περισσότερη ενέργεια, δεύτερον, προφυλάσσει από τις βλαπτικές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας με την δυνατότητα δημιουργίας του στρώματος του όζοντος (Ο3) και τρίτον, συμβάλλει στην αδρανοποίηση τοξικών ουσιών, όπως της αμμωνίας.
Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται πώς η όποια «σταθερότητα» παρατηρείται στη φύση οφείλεται σε μια δυναμική ισορροπία που μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστεί ασταθής. Μέσα από αυτή τη δυναμική αντίληψη του κόσμου αναδύεται η πιο πολυσυζητημένη και δύσκολη σύλληψη της διαλεκτικής σκέψης: Η αρχή της αντιπαράθεσης (principle of contradiction). Για κάποιους η αντιπαράθεση είναι απλά μια επιστημονική αρχή. Πιστεύουν ότι περιγράφει το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και όχι το πώς αυτός πραγματικά είναι. Για άλλους έχει και πολιτικό περιεχόμενο αφού θεωρούν την πάλη των τάξεων ως κινητήρια κοινωνική δύναμη. Έτσι προσδίδουν στην αντιπαράθεση οντολογικό περιεχόμενο όσον αφορά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Για τους Levins και Lewontin, ωστόσο, η αρχή της αντιπαράθεσης περιγράφει μια οντολογία σε όλα τα επίπεδα. Κοινωνικά και φυσικά.
Ο κόσμος λοιπόν είναι κόσμος αλλαγών λόγω των υπαρχουσών και εξελισσόμενων παραγόντων που αλληλεπιδρούν και οι οποίοι τον μετασχηματίζουν. Τα πράγματα αλλάζουν λόγω της επίδρασης αντιτιθέμενων δυνάμεων που ασκούνται σε αυτά. Και τα πράγματα είναι όπως είναι λόγω της προσωρινής ισορροπίας συντιθέμενων και αντιτιθέμενων δυνάμεων. Έτσι, η σταθερότητα και η ισορροπία δεν αποτελούν φυσικές καταστάσεις των πραγμάτων, όπως υποθέτει συχνά το κυρίαρχο επιστημονικό ρεύμα, αλλά χρήζουν ερμηνείας ως προσωρινές δυναμικές καταστάσεις. Δύο δυνάμεις που από μόνες τους θα έφερναν αντίθετα αποτελέσματα, μπορεί να ένα τρίτο, εντελώς διάφορο, αποτέλεσμα όταν συνυπάρξουν.
Πέραν αυτού, τα συστήματα μπορεί να εμπεριέχουν διαδρομές αρνητικής αλλά και θετικής ανάδρασης ενός αρχικού φαινομένου. Για παράδειγμα, αν αυξηθεί η αρτηριακή πίεση, αισθητήριοι μηχανισμοί στο νεφρό την αντιλαμβάνονται και ενεργοποιούν μια διαδικασία μείωσής της. Ωστόσο, αν η αύξηση στην πίεση καταστρέψει τους μηχανισμούς που την ανιχνεύουν, ενδέχεται αυτοί να πυροδοτήσουν μια περεταίρω αύξησή της. Έτσι μια αλλαγή στις παραμέτρους μπορεί να ξαναφέρει ισορροπία αλλά και να καταστρέψει ένα σύστημα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η μονοπωλιακή οικονομική εκμετάλλευση. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω ενίσχυσή της αν τα μονοπώλια ασκούσανε επιρροή για την ψήφιση νόμων που τα ευνοούν, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει και στο αντίθετο αν οι κοινωνική κατακραυγή δημιουργούσε μια αντίθετη πολιτική πίεση. Κατά τους συγγραφείς, μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας είναι μάλλον η εξαίρεση σε έναν κόσμο όπου τα συστήματα είναι κατά κανόνα δυναμικά ασταθή. Κι σε αυτά περιλαμβάνουν από το νευρικό σύστημα των οργανισμών και τα οικοσυστήματα μέχρι την οικονομία, και ό,τι άλλο σκεφτεί κανείς.
Η θετική ανάδραση μπορεί, ξεκινώντας από μικρές αλλαγές, να παράξει θεματικά αποτελέσματα. Όχι σπάνια, μικρές αρχικές διαταραχές ενισχύονται συνεχώς και η διαδικασία ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, εισερχόμενη σε μια επιταχυνόμενη σπειροειδή ανέλιξη. Αυτή κορυφώνεται είτε με την καταστροφή, είτε με τον τελικό περιορισμό της αυξητικής ή μειωτικής τάσης από κάποιο οριακό επίπεδου ελέγχου. Έτσι, η εξέλιξη των ειδών μπορεί να προχωρά μέσα από «εκρήξεις» και «σπείρες», μια μορφή στην οποία έχουν αναφερθεί συχνά οι μαρξιστές ως θεμελιώδη για τη διαλεκτική. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν, μάλιστα, ότι ο άνθρωπος είναι ένας «πίθηκος που είχε ταχύτερη εξέλιξη από ότι θα έπρεπε» και του οποίου οι πρόγονοι εγκατέλειψαν πολύ νωρίς τις «πιθηκοειδείς» τους ρίζες, υιοθετώντας αναδραστικά και ανεξέλεγκτα έναν εντελώς νέο τρόπο ζωής. Το τίμημα αυτού ίσως να είναι ένα πλήθος γενετικών σφαλμάτων που επέτρεψαν να προσβαλλόμαστε από ένα μεγάλο πλήθος ασθενειών σε σχέση π.χ. με τον χιμπατζή.
Κάτι άλλο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως σχεδόν κάθε φορά που ορίζουμε οι αμοιβαία αποκλειόμενες και αντιτιθέμενες κατηγορίες και αρχές, αποδεικνύεται ότι στη πραγματικότητα μπορούν να συνυπάρξουν κι ότι διεισδύουν η μία στην άλλη. Για παράδειγμα οι ντετερμινιστικές και οι τυχαίες διαδικασίες φαίνονται να ορίζουν αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες. Ωστόσο δεν είναι έτσι. Για παράδειγμα η σταθερή συχνότητα των τροχαίων ατυχημάτων γεννάται από μια τυχαία διαδικασία ενώ οι τυχαίοι αριθμοί που χρησιμοποιούνται για την προσομοίωση τυχαίων διαδικασιών παράγονται ντετερμινιστικές διαδικασίες (αλγόριθμους).
Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι Levins και Lewontin έκαναν σημαντική πρόοδο σε σχέση με τις προγενέστερες συζητήσεις των διαλεκτικών στην εφαρμοσμένη βιολογία και συγκεκριμένα σε θέματα πληθυσμιακής και κοινοτικής βιολογίας στις οποίες ειδικεύονται. Εντούτοις, φαίνεται ότι η προσέγγισή τους είναι περιορισμένη και ότι οι αδυναμίες της εμφανίζονται όταν συζητούν άλλους τομείς της έρευνας. Σε όλο τον όγκο του βιβλίου υπάρχουν παραδείγματα που προέρχονται από τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, αλλά υποστηρίζεται ότι ένας σημαντικός αριθμός αυτών είναι είτε τετριμμένος και μηχανικός, είτε φανερώνει κάποια ελλιπή κατανόηση των ζητημάτων σε επιστημονικά πεδία στα οποία δεν ειδικεύονται.
Τα προβλήματα είναι εμφανέστερα στις συζητήσεις τους πάνω στην ανθρώπινη φύση και τον ανθρώπινο πολιτισμό. Στο σημείο αυτό καλό είναι να επεξηγηθούν δύο ερμηνευτικές εκδοχές που εμφανίστηκαν ιστορικά για τη σχέση βιολογίας και κοινωνιολογίας. Η πρώτη θεωρεί ότι η δομή της κοινωνίας εδράζεται στα βιολογικά χαρακτηριστικά του Homo sapiens και ότι τα κοινωνικά φαινόμενα ανάγονται στους βιολογικούς (και μάλιστα κατ' εξοχήν γενετικούς) προσδιορισμούς του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό ρεύμα (περισσότερο φιλοσοφικό-κοινωνιολογικό παρά βιολογικό) που υιοθετεί αυτήν την άποψη είναι ο βιολογικός αναγωγισμός (βιολογισμός). Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι κατά την διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης αναπτύσσονται φαινόμενα μοναδικά, τα οποία δεν απαντούν σε κανένα άλλο βιολογικό είδος και που δύσκολα θα μπορούσαν να αποδοθούν στις βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο, ορισμένοι θεώρησαν πως δεν έχει μείνει τίποτε το βιολογικό στον άνθρωπο, πως ο πολιτισμός έχει μετασχηματίσει πλήρως (σε βαθμό αφανισμού) την «ανθρώπινη φύση» και πως αιτία κάθε κοινωνικού φαινομένου είναι ένα άλλο κοινωνικό φαινόμενο. Πρόκειται για το ρεύμα του κοινωνιολογικού αναγωγισμού (κοινωνιολογισμός).
Το άρθρο τους «What Is Human Nature?», λοιπόν, αφιερώνεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο να υπερβεί παραπλανητικές προαντιλήψεις, συμπεριλαμβανομένων μερικών κλασσικών μαρξιστικών: των δια-ιστορικών, διαπολιτιστικών περιγραφών της ανθρώπινης φύσης. Ενώ λοιπόν σε άλλα θέματα παρέχουν μια εναλλακτική λύση σε μια διχοτομική προβληματική επίλυσης των θεμάτων, σε αυτό το πλαίσιο υιοθετούν οι ίδιοι μια διχοτομική συλλογιστική. Ναι μεν υποστηρίζουν ότι η Μαρξιστική θεώρηση ότι η ανθρώπινη εργασία αποτελεί ικανότητα που προσδιορίζει το είδος μας είναι υπερβολικά γενική και πολιτικά αδιάφορη. Αλλά αντιπροτείνουν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά, ποικιλομορφία και ετερογένεια ρυθμίζονται κυρίως από ιστορικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Έτσι αντιτίθενται όχι μόνο στον ιδεαλισμό, όπως δηλώνουν, αλλά και σε οποιαδήποτε αναφορά σε βιολογικό αναγωγισμό. Αυτό, λοιπόν, θα μπορούσε να αποδειχθεί εξ ίσου αδιάφορο πολιτικά. Επιπλέον, ανάμεσα στην καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης που απορρίπτουν και τον πολιτιστικό σχετικισμό με την οποία την αντικαθιστούν, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος πλαισίων ανάλυσης των οποίων την ύπαρξη δεν αναγνωρίζουν ουσιαστικά. Δεν εξετάζουν το ενδεχόμενο να είναι δυνατό να αναπτυχθεί μια κοινωνική θεωρία και πρακτική μέσα στην οποία η κατανόηση των χαρακτηριστικών του ανθρώπου (εφ' όσον ενοχλεί ο όρος «ανθρώπινη φύση»), όπως η γλώσσα και το συναίσθημα να αλληλοδιαπλέκονται με μια ιστορική και οικολογική υλιστική ανάλυση. Βέβαια, ο σχετικισμός που προτείνουν μπορεί να είναι χρήσιμος στην προσπάθεια αντίσταση στην ιμπεριαλιστική ευρωκεντρική ή ανδροκεντρική πολιτιστική ανάλυση. Ωστόσο εισάγει ουσιαστικά έναν απεριόριστο ανθρωπολογικό σχετικισμό και έτσι δεν μπορεί να απαντήσει σε θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα όπως το γιατί η εκμετάλλευση και η επιβολή είναι επιβλαβής ή απευκταία, ή το τι είναι αυτό που κινεί τους ανθρώπους προς την αντίσταση. Ο Rose το 2005 διατύπωσε μια εναλλακτική υπέρβαση αυτού του ψευδοδιλλήματος: «οι άνθρωποι δεν είμαστε κενοί περιεχομένου από βιολογική άποψη, ελεύθερα πνεύματα που περιοριζόμαστε μόνο από τα όρια της φαντασίας μας, ή, πιο πεζά, από τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που καθορίζουν την ζωή, την σκέψη και τις πράξεις μας. Αλλά ούτε και μπορούμε να αναχθούμε σε "τίποτα περισσότερο από" μηχανές αντιγραφής του DNA μας. Είμαστε μάλλον προϊόντα μιας συνεχούς διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του "κοινωνικού" και του "βιολογικού", χάρη στην οποία εξελίχθηκε το είδος μας, γράφτηκε η ιστορία και αναπτυχθήκαμε ως άτομα».
Ίσως οι Levins και Lewontin έπεσαν σε αυτό το άκρο επειδή η κοινωνική τους ανάλυσή ξεκινά κυρίως από την πολεμική τους στις διάφορες μορφές βιολογικού ντετερμινισμού. Ωστόσο επιτρέπουν να καθοριστούν οι όροι της συζήτησης από έναν ιδεολογικά επικίνδυνο αλλά και διανοητικά ανεπαρκή αντίπαλο. Οι ίδιοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η εργασία τους απεικονίζει την σύγκρουση μεταξύ των υλιστικών διαλεκτικών με τη μηχανιστική, καρτεσιανή, και θετικιστική ιδεολογία η οποία εξουσίασε την ακαδημαϊκή εκπαίδευσή και εισχωρεί στο διανοητικό περιβάλλον των ανθρώπων. Αλλά αυτό το πρόβλημα αφορά επίσης στον μονόπλευρο τρόπο που η θετικιστική ιδεολογία έχει θέσει τους όρους του διαλόγου: Οι βιολογιστές θεωρούν συνήθως την ανθρώπινη φύση κοινή για όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου κτλ. Προβαίνουν σε μιαν «ομογενοποίηση» των ανθρώπων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θεωρούν τον «μέσο όρο» σε μια «κανονική κατανομή» ως πρότυπο-ιδανικό μοντέλο του ανθρώπου, στον οποίον αποδίδουν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η επιθετικότητα, ο εγωισμός, τα ένστικτα κτλ. Οι Levins και Lewontin, λοιπόν, υιοθετώντας, ίσως ανεπίγνωστα, τους όρους του «αντιπάλου», διολισθαίνουν σε έναν κοινωνιολογικό αναγωγισμό αντί να αντιτείνουν ότι η σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία είναι διαλεκτική και δυναμική.
Ας σημειωθεί και κάτι άλλο: Ενώ διαλεκτική τους προσέγγιση απορρίπτει την παραδοσιακή αντίληψη των «επιπέδων ολοκλήρωσης» (η οποία ξεκινούσε από τους Hegel και Marx και επικρατούσε στις προγενέστερες διαλεκτικές προσεγγίσεις στη βιολογία), από την άλλη, υπάρχουν εκδοχές της διαλεκτικής που η προσέγγισή τους δεν συζητά. Αυτές αφορούν στην ποιοτική αλλαγή, όπου ένα αλλαγμένο σύστημα ενσωματώνει και μετασχηματίζει αυτό που υπήρχε προηγουμένως. Σε ανθρωπολογικό επίπεδο, το πλαίσιο των συγγραφέων δεν φαίνεται να τους αφήνει να θεωρητικοποιήσουν συστήματα που δρουν στον εαυτό τους και έχουν αυτοσυνειδησία. Ο μετασχηματισμός της συνείδησης είναι μια ποιοτική αλλαγή και κάποιες φορές συζητούν για το ότι η ποσότητα μπορεί να μετασχηματιστεί σε ποιότητα, αλλά όταν μιλούν για το πώς αυτό συμβαίνει, περιγράφουν ένα σύστημα που αρχίζει να ταλαντεύεται σε έναν τέτοιο βαθμό που εμφανίζεται μια αλλαγή στις πολύ καθοριστικές του παραμέτρους. Δεν φτάνουν ποτέ πέρα από αυτή τη διαπίστωση. Δεν φτάνουν, δηλαδή, στο σημείο να χαρακτηρίσουν ποιοτικά πώς μπορεί να φαίνεται αυτή η αλλαγή. Έτσι δεν είναι σαφές από αυτό που λένε πώς το πλαίσιό τους θα συνέβαλλε στη επίλυση αυτού του κεντρικού προβλήματος της κλασσικής διαλεκτικής. Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς πού θα οδηγούσε η αντιμετώπιση του ζητήματος της συνείδησης από μια τέτοια, βιολογικά εκλεπτυσμένη και περίπλοκη προοπτική. Αλλά οι συγγραφείς, ενδεχομένως επειδή οι τομείς τους οικολογίας και γενετικής δεν τους ωθούν σε αυτήν την κατεύθυνση, παραβλέπουν ουσιαστικά αυτό το ζήτημα. Μάλιστα, δεν φαίνονται να συνειδητοποιούν ότι το κάνουν. Κατά συνέπεια, στην προσπάθεια θεμελίωσης μιας πλήρους διαλεκτικής προσέγγισης στο καίριο ζήτημα της αλληλοδιείσδυσης του κοινωνικού και βιολογικού, το πλαίσιό τους είναι πολύτιμο μεν, αλλά ελλιπές. Και αυτές οι αδυναμίες μπορεί και να περιορίσουν τη χρησιμότητα της προσέγγισής τους σε τομείς της βιολογίας όπως η ανάπτυξη, η νευροβιολογία και η συμπεριφορά, στις οποίες ο κατανόηση της έννοιας της ποιοτικής αλλαγής και των διαδικασιών με τις οποίες επιτυγχάνεται είναι θεμελιώδης.
Αλλά παρά τις αδυναμίες του, η διαλεκτική βιολογία των Levins και Lewontin αποτελεί μια πολύ σημαντική πολιτική, διανοητική και επιστημονική πρόταση. Και είναι πολιτικά σημαντική για διάφορους λόγους. Κατ' αρχήν, ο υλισμός οφείλει να περιλαμβάνει μια κατανόηση της φύσης, η οποία είναι μέρος της υλικής πραγματικότητας. Δεύτερον, το βιβλίο βγάζει τη διαλεκτική από την θεωρία και παρουσιάζει με λεπτομέρεια τις εφαρμογές της σε συγκεκριμένα πεδία: Από τη βιολογία ως τη γεωργία στον τρίτο κόσμο. Κι αυτό μπορεί να συμβάλει πολύ στον εμπλουτισμό του πολιτικού διαλόγου και της πολιτικής πρακτικής. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν μια μη αθροιστική και μη τελεολογική διαλεκτική. Εστιάζουν στην πολυπλοκότητα και υπογραμμίζουν πώς η αλληλεπίδραση των ετερογενών μερών ενός συστήματος παράγει την αντιπαράθεση και την αλλαγή. Αυτό το πλαίσιο είναι ένας θαυμάσιος και δημιουργικός μετασχηματισμός της ανάλυσης συστημάτων κι αναδεικνύει την πολυσύνθετη δυναμική των βιολογικών συστημάτων υπερβαίνοντας απλουστευτικές και αφελείς υποθέσεις για τη σταθερότητα και ομοιόσταση. Ακόμη αποκαλύπτει τα αδιέξοδα στα οποία προέκυψαν τόσο οι πρώτοι διαλεκτικοί όσο και οι αστικές ιδεολογίες στην προσπάθεια να εξηγήσουν τα πράγματα μέσω των απλουστευτικών τους προτύπων.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, θα έθετα και το ερώτημα: Μήπως η διαλεκτική βιολογία, με τον τρόπο που αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της, αδυνατεί να υπερβεί τελικά τον ντετερμινισμό (όπως μάλλον υπαινίσσεται) αλλά απλά τον καθιστά πιο εκλεπτυσμένο; Και θα εξηγήσω τι θέλω να πω: Όσον αφορά στη λειτουργία του DNA, δεν αποτελεί υπέρβαση του ντετερμινισμού το «πέρασμα» από το απλουστευτικό μηχανιστικό σχήμα «αίτιο - αθροιστικό αποτέλεσμα» σε μια κατανόηση ότι οι αλληλεπιδράσεις του γονιδιόματος είναι ποιο πολυσύνθετες. Το «πέρασμα» αυτό απλά καθιστά ένα ντετερμινιστικό πρόβλημα τρομακτικά πιο πολυσύνθετο. Αναγνωρίζει μεν ότι εκτός από το «λεξιλόγιο» του DNA θα πρέπει να γίνουν κατανοητοί και οι νόμοι που διέπουν το απερίγραπτα πολυσύνθετο «συντακτικό» του, αλλά εξακολουθεί να μιλά για νόμους που τελικά είναι ντετερμινιστικοί. Έτσι, η υπόθεση ότι ο οργανισμός είναι «ρομπότ» που εκτελεί εντολές του DNA, δεν υπερβαίνεται με αυτόν τον τρόπο. Απλά καθίσταται πιο πολύπλοκη αποκρυπτογράφηση των νόμων που διέπουν αυτό το «ρομπότ». Προχωρώντας τη σκέψη αυτή παραπέρα, μια διαλεκτική προσέγγιση που θα συλλάμβανε την πολύπλοκη αλληλοδιείσδυση του κοινωνικού και βιολογικού θα υπερέβαινε, βέβαια, τόσο τον βιολογικό όσο και τον κοινωνιολογικό αναγωγισμό. Αλλά δεν θα υπερέβαινε τον ντετερμινισμό. Απλά θα αναγνώριζε ότι πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν και οι (ντετερμινιστικοί) νόμοι αλληλεπίδρασης αυτών των δύο παραγόντων. Κατά τη γνώμη μου είναι τελικά αδύνατη η υπέρβαση του ντετερμινισμού αν δεν λάβει κανείς υπ' όψιν την απροσδιοριστία που εισάγει η κβαντομηχανική θεωρία σε συνδυασμό με τα πορίσματα της θεωρίας του Χάους. Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που ξεπερνά τη θεματική αυτής της εργασίας.
Βιβλιογραφία
1. Levins, R. & Lewontin, R. (1985), The dialectical biologist. Cambridge, Massachusetts and London: Harvard University Press.
2. Lewontin, R. (2000), Η βιολογία ως ιδεολογία. Αθήνα: Σύναλμα.
3. Lewontin, R. (2001), Η τριπλή έλικα. Αθήνα: Σύναλμα.
4. Lewontin, R. (2002), Δεν είναι απαραίτητα έτσι. Αθήνα: Κάτοπτρο.
5. Stephen Jay Gould & Lewontin, R. (1979) «The Spandrels of San Marco and the Panglossian Paradigm: A Critique of the Adaptationist Programme». Proceedings of the Royal Society of London
6. Stephen Jay Gould (2002), The Structure of Evolutionary Theory: Belknap Press
7. Dawkins, R. (1989), The selfish gene. 2nd edition. Oxford and New York: Oxford University Press.
8. Rose, S. (2005), Μονοπάτια της ζωής. Αθήνα: Κάτοπτρο.
9. Martha R. Herbert & Joseph Shapiro The dialectical biologist. (book review) - Monthly Review, Jan, 1986.
10. Περιοδικό «Το Κιβώτιο», Τεύχος Τρίτο - Η Βιολογία Στο Μπουντουάρ
11. Κυριάκος Ιωαννίδης, Η μαρξιστική αντίληψη της ανθρώπινης φύσης. Η σχέση βιολογικού και κοινωνικού. Οι περιπτώσεις του βιολογικού και κοινωνιολογικού αναγωγισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου